Λέξη των ημερών το ακατάσχετο. Η λέξη έχει και την ομορφιά του ομωνύμου: «δύο λέξεις ομόηχες και ομόγραφες, αλλά διαφορετικής σημασίας και διακριτής ετυμολογικής αρχής».
Δεν έχω να κάνω πολλή δουλειά, απλώς να αντιγράψω. Για το ουσιαστικοποιημένο επίθετο, το ακατάσχετο, προτείνω unseizability.
[ΛΝΕΓ]
ακατάσχετος (1), -η, -ο αυτός που δεν συγκρατείται ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να σταματήσει: ~ αιμορραγία / διάρροια / έμετος / φλυαρία / ενθουσιασμός ΣΥΝ. ασυγκράτητος. — ακατάσχετα / ακατασχέτως επίρρ. [ΕΤΥΜ. μτγν. < α- στερητ. + κατέχω, αόρ. β' κατ-έ-σχον].
ακατάσχετος (2), -η, -ο ΝΟΜ. 1. αυτός που δεν κατασχέθηκε ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί ΑΝΤ. κατεσχημένος 2. ακατάσχετα (τα) περιουσιακά αντικείμενα τα οποία σύμφωνα με τον νόμο εξαιρούνται από την εξουσία των δανειστών να επιβάλλουν κατάσχεση σε αυτά και να τα εκπλειστηριάζουν, προκειμένου από το πλειστηρίασμα να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις τους (π.χ. οικογενειακά κειμήλια). [ΕΤΥΜ. < α- στερητ. + κατάσχω (βλ.λ.)].
[ΛΚΝ]
ακατάσχετος (1) -η -ο : για κτ. που δεν μπορεί κανείς να το σταματήσει, να το συγκρατήσει. 1α. για φαινόμενα που έχουν σχέση με τη λειτουργία του σώματος: Πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. ~ βήχας / εμετός. Aκατάσχετη διάρροια. β. για εκδηλώσεις του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου: Έχει ακατάσχετη φλυαρία. Tον έπιασαν ακατάσχετα γέλια. Aκατάσχετη ορμή για δράση. 2. (παρωχ.) ορμητικός, ακάθεκτος: Ο στρατός προελαύνει ~. ακατάσχετα ΕΠIΡΡ: Tο αίμα έτρεχε ~. Φλυαρούσε ~. [λόγ. < ελνστ. ἀκατάσχετος]
ακατάσχετος (2) -η -ο : α.(νομ.) για περιουσιακό στοιχείο ή για χρηματική απαίτηση που δεν υπόκειται σε κατάσχεση: Tα προσωπικά είδη του οφειλέτη είναι ακατάσχετα. || (ως ουσ.) το ακατάσχετο, η ιδιότητα του ακατάσχετου: Tο ακατάσχετο του μισθού. β. για κτ. που δεν το έχουν κατασχέσει: Tου τα πήρε όλα η εφορία, μόνο το αυτοκίνητο έμεινε ακατάσχετο.
[λόγ. α- 1 κατασχε- (κατάσχω) -τος μτφρδ. γαλλ. insaisissable]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακατάσχετος (1), -η, -ο
unrestrained, uncheckable, impetuous (syn ακάθεκτος, ακράτητος, ορμητικός, ασυγκράτητος): ακατάσχετο ποτάμι | ακατάσχετη έφοδος | ακατάσχετη ορμή, φόρα | φυγή, ακατάσχετη διαρροή των σεισμοπλήκτων | ακατάσχετοι εμετοί | ακατάσχετη αιμορραγία violent flow of blood | μετανάστευση, η ακατάσχετη εθνική αιμορραγία | ακατάσχετη αύξηση του πληθυσμού | τα δάκρυά του έτρεχαν ακατάσχετα | ακατάσχετη ομιλητικότητα or λογοδιάρροια or φλυαρία | ~ ρητορικός χείμαρρος | το ακατάσχετο κακό the unruly evil (i.e. the tongue) | ακατάσχετο πάθος | ακατάσχετο κέφι | ~ ερωτισμός | όρμησε ~ προς τον μπουφέ | ήταν ένας ασταμάτητος και σαν ~ λαϊκός όγκος ... ένας ποταμός από κεφάλια (Theotokas) | ~ ρομαντισμός | η ρομαντική λογοκοπία σ' αυτούς γίνεται ~ καταρράχτης (Melas) | η μεραρχία ... προελαύνει ακατάσχετη προς την (πόλη) (Terzakis) | o ~ διεθνισμός της μόδας | ακατάσχετη λογοτεχνική παραγωγή | μυριάδες στίχοι βγαίνουν απ' το εργαστήρι του, ακατάσχετοι σε φρενιασμένο καλπασμό (Melas)
[fr MG ακατάσχετος ← Κ, cpd w. *κατασχετός (cf AG, K κατάσχετος)]
ακατάσχετος (2), -η, -ο
unseized, not confiscated (ant κατασχεμένος, δημευμένος) or (legally) not subject to confiscation, unconfiscable, not attachable (ant κατασχέσιμος, δημεύσιμος): ο μισθός είναι ~ | ακατάσχετα εμπορεύματα, ακατάσχετη ιδιοκτησία | μόνο το σπίτι μας έμεινε ακατάσχετο | τα ιερά αντικείμενα είναι ακατάσχετα | οι ακατάσχετες απαιτήσεις είναι ανεκχώρητες (Christidis AK) | δε χωρεί συμψηφισμός με απαίτηση ακατάσχετη (id.) | το τίμημα θα είναι ακατάσχετο (id.)
[neol, cpd w. κατάσχω 'confiscate' (cf also κατασχέτω), new pr of AG κατίσχω 'hold back; occupy'; cf K κατασχετέος]
Δεν έχω να κάνω πολλή δουλειά, απλώς να αντιγράψω. Για το ουσιαστικοποιημένο επίθετο, το ακατάσχετο, προτείνω unseizability.
[ΛΝΕΓ]
ακατάσχετος (1), -η, -ο αυτός που δεν συγκρατείται ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να σταματήσει: ~ αιμορραγία / διάρροια / έμετος / φλυαρία / ενθουσιασμός ΣΥΝ. ασυγκράτητος. — ακατάσχετα / ακατασχέτως επίρρ. [ΕΤΥΜ. μτγν. < α- στερητ. + κατέχω, αόρ. β' κατ-έ-σχον].
ακατάσχετος (2), -η, -ο ΝΟΜ. 1. αυτός που δεν κατασχέθηκε ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί ΑΝΤ. κατεσχημένος 2. ακατάσχετα (τα) περιουσιακά αντικείμενα τα οποία σύμφωνα με τον νόμο εξαιρούνται από την εξουσία των δανειστών να επιβάλλουν κατάσχεση σε αυτά και να τα εκπλειστηριάζουν, προκειμένου από το πλειστηρίασμα να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις τους (π.χ. οικογενειακά κειμήλια). [ΕΤΥΜ. < α- στερητ. + κατάσχω (βλ.λ.)].
[ΛΚΝ]
ακατάσχετος (1) -η -ο : για κτ. που δεν μπορεί κανείς να το σταματήσει, να το συγκρατήσει. 1α. για φαινόμενα που έχουν σχέση με τη λειτουργία του σώματος: Πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. ~ βήχας / εμετός. Aκατάσχετη διάρροια. β. για εκδηλώσεις του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου: Έχει ακατάσχετη φλυαρία. Tον έπιασαν ακατάσχετα γέλια. Aκατάσχετη ορμή για δράση. 2. (παρωχ.) ορμητικός, ακάθεκτος: Ο στρατός προελαύνει ~. ακατάσχετα ΕΠIΡΡ: Tο αίμα έτρεχε ~. Φλυαρούσε ~. [λόγ. < ελνστ. ἀκατάσχετος]
ακατάσχετος (2) -η -ο : α.(νομ.) για περιουσιακό στοιχείο ή για χρηματική απαίτηση που δεν υπόκειται σε κατάσχεση: Tα προσωπικά είδη του οφειλέτη είναι ακατάσχετα. || (ως ουσ.) το ακατάσχετο, η ιδιότητα του ακατάσχετου: Tο ακατάσχετο του μισθού. β. για κτ. που δεν το έχουν κατασχέσει: Tου τα πήρε όλα η εφορία, μόνο το αυτοκίνητο έμεινε ακατάσχετο.
[λόγ. α- 1 κατασχε- (κατάσχω) -τος μτφρδ. γαλλ. insaisissable]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακατάσχετος (1), -η, -ο
unrestrained, uncheckable, impetuous (syn ακάθεκτος, ακράτητος, ορμητικός, ασυγκράτητος): ακατάσχετο ποτάμι | ακατάσχετη έφοδος | ακατάσχετη ορμή, φόρα | φυγή, ακατάσχετη διαρροή των σεισμοπλήκτων | ακατάσχετοι εμετοί | ακατάσχετη αιμορραγία violent flow of blood | μετανάστευση, η ακατάσχετη εθνική αιμορραγία | ακατάσχετη αύξηση του πληθυσμού | τα δάκρυά του έτρεχαν ακατάσχετα | ακατάσχετη ομιλητικότητα or λογοδιάρροια or φλυαρία | ~ ρητορικός χείμαρρος | το ακατάσχετο κακό the unruly evil (i.e. the tongue) | ακατάσχετο πάθος | ακατάσχετο κέφι | ~ ερωτισμός | όρμησε ~ προς τον μπουφέ | ήταν ένας ασταμάτητος και σαν ~ λαϊκός όγκος ... ένας ποταμός από κεφάλια (Theotokas) | ~ ρομαντισμός | η ρομαντική λογοκοπία σ' αυτούς γίνεται ~ καταρράχτης (Melas) | η μεραρχία ... προελαύνει ακατάσχετη προς την (πόλη) (Terzakis) | o ~ διεθνισμός της μόδας | ακατάσχετη λογοτεχνική παραγωγή | μυριάδες στίχοι βγαίνουν απ' το εργαστήρι του, ακατάσχετοι σε φρενιασμένο καλπασμό (Melas)
[fr MG ακατάσχετος ← Κ, cpd w. *κατασχετός (cf AG, K κατάσχετος)]
ακατάσχετος (2), -η, -ο
unseized, not confiscated (ant κατασχεμένος, δημευμένος) or (legally) not subject to confiscation, unconfiscable, not attachable (ant κατασχέσιμος, δημεύσιμος): ο μισθός είναι ~ | ακατάσχετα εμπορεύματα, ακατάσχετη ιδιοκτησία | μόνο το σπίτι μας έμεινε ακατάσχετο | τα ιερά αντικείμενα είναι ακατάσχετα | οι ακατάσχετες απαιτήσεις είναι ανεκχώρητες (Christidis AK) | δε χωρεί συμψηφισμός με απαίτηση ακατάσχετη (id.) | το τίμημα θα είναι ακατάσχετο (id.)
[neol, cpd w. κατάσχω 'confiscate' (cf also κατασχέτω), new pr of AG κατίσχω 'hold back; occupy'; cf K κατασχετέος]