Η αρχαιοελληνική άκανθα (σήμερα το αγκάθι, με εξαίρεση την ιατρική, ιδίως, ορολογία) και το λατινογενές spine έχουν αρκετές αντιστοιχίες.
Η άκανθα ξεκίνησε ως βοτανικός όρος που δήλωνε διάφορα είδη αγκαθωτών φυτών (π.χ. το γαϊδουράγκαθο, thistle). Στα αγγλικά η πρώτη σημασία του spine (από λατ. spina) ήταν αγκάθι (με διαφορές από το prickle και από το thorn). Αργότερα η άκανθα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώνει τα αγκάθια των ψαριών και τον σκελετό τους (το ψαροκόκαλο), αλλά και τα αγκάθια (spines, quills) του ακανθόχοιρου, κοινώς σκαντζόχοιρου. Έφτασε τελικά να σημαίνει και τη σπονδυλική στήλη. Ας σημειώσουμε ότι ο όρος σπονδυλική στήλη αντιστοιχεί στο vertebral column, κοινώς spine ή backbone (ραχοκοκαλιά).
Υπάρχουν και άλλες προεξοχές (ακανθώδεις αποφύσεις) στα οστά που ονομάζονται άκανθες (spines), π.χ.:
iliac spine = λαγόνια άκανθα
ischial spine = ισχιακή άκανθα
nasal spine = ρινική άκανθα
spine of the scapula, scapular spine = ωμοπλατιαία άκανθα
spine of the sphenoid bone (spina angularis) = γωνιώδης άκανθα (του σφηνοειδούς)
Εδώ θα προσθέσουμε και την άκανθα της φτέρνας:
calcaneal spur, heel spur = πτερνική άκανθα
(Προσοχή: δεν [θα έπρεπε να] υπάρχει αρσενικό «ο άκανθας»!)
Από τη ραχοκοκαλιά του σώματος, το αγγλικό spine έφτασε να σημαίνει και τη ράχη του βιβλίου.
Μπέρδεμα στο γένος υπάρχει και με τον ή την άκανθο.
Βλέπω ότι το φυτό ήταν άλλοτε και ο άκανθος και η άκανθος. Στο ΛΝΕΓ πάντως:
άκανθος (η) [μτγν.] {ακάνθ-ου | -ων, -ους} ΑΡΧΑΙΟΛ. η γλυπτή διακόσμηση τού κορινθιακού κιονόκρανου, που μιμείται το φύλλωμα τού ομώνυμου φυτού ΣΥΝ. άκανθα.
άκανθος (ο) {ακάνθ-ου | -ων, -ους} ποώδες φυτό με πλατιά, συνήθ. αγκαθωτά φύλλα και άνθη σε στάχυς, που καλλιεργείται ως διακοσμητικό για το φύλλωμα του. [ΕΤYΜ. < μτγν. άκανθος (ο) < αρχ. άκανθα (βλ.λ.)].
ενώ στο ΛΚΝ:
άκανθος η : (αρχιτ.) γλυπτή διακόσμηση του κορινθιακού κιονοκράνου• άκανθα: O κάλαθος του κιονοκράνου κοσμείται με φύλλα ακάνθου. [λόγ. < ελνστ. ἄκανθος ἡ, αρχ. ἄκανθος ὁ ‘αγκαθωτό φυτό που το μιμούνταν στο κιονόκρανο’]
Acanthus στα αγγλικά, και η διακόσμηση (βάζω και μια ταπετσαρία με φύλλα ακάνθου) και το φυτό, που μάλιστα παντρεύει ελληνικά και λατινικά στο είδος Acanthus spinosus.
http://en.wikipedia.org/wiki/Spine
http://www.livepedia.gr/index.php/Άκανθος
William Morris wallpaper featuring acanthus leaves
Η άκανθα ξεκίνησε ως βοτανικός όρος που δήλωνε διάφορα είδη αγκαθωτών φυτών (π.χ. το γαϊδουράγκαθο, thistle). Στα αγγλικά η πρώτη σημασία του spine (από λατ. spina) ήταν αγκάθι (με διαφορές από το prickle και από το thorn). Αργότερα η άκανθα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώνει τα αγκάθια των ψαριών και τον σκελετό τους (το ψαροκόκαλο), αλλά και τα αγκάθια (spines, quills) του ακανθόχοιρου, κοινώς σκαντζόχοιρου. Έφτασε τελικά να σημαίνει και τη σπονδυλική στήλη. Ας σημειώσουμε ότι ο όρος σπονδυλική στήλη αντιστοιχεί στο vertebral column, κοινώς spine ή backbone (ραχοκοκαλιά).
Υπάρχουν και άλλες προεξοχές (ακανθώδεις αποφύσεις) στα οστά που ονομάζονται άκανθες (spines), π.χ.:
iliac spine = λαγόνια άκανθα
ischial spine = ισχιακή άκανθα
nasal spine = ρινική άκανθα
spine of the scapula, scapular spine = ωμοπλατιαία άκανθα
spine of the sphenoid bone (spina angularis) = γωνιώδης άκανθα (του σφηνοειδούς)
Εδώ θα προσθέσουμε και την άκανθα της φτέρνας:
calcaneal spur, heel spur = πτερνική άκανθα
(Προσοχή: δεν [θα έπρεπε να] υπάρχει αρσενικό «ο άκανθας»!)
Από τη ραχοκοκαλιά του σώματος, το αγγλικό spine έφτασε να σημαίνει και τη ράχη του βιβλίου.
Μπέρδεμα στο γένος υπάρχει και με τον ή την άκανθο.
Βλέπω ότι το φυτό ήταν άλλοτε και ο άκανθος και η άκανθος. Στο ΛΝΕΓ πάντως:
άκανθος (η) [μτγν.] {ακάνθ-ου | -ων, -ους} ΑΡΧΑΙΟΛ. η γλυπτή διακόσμηση τού κορινθιακού κιονόκρανου, που μιμείται το φύλλωμα τού ομώνυμου φυτού ΣΥΝ. άκανθα.
άκανθος (ο) {ακάνθ-ου | -ων, -ους} ποώδες φυτό με πλατιά, συνήθ. αγκαθωτά φύλλα και άνθη σε στάχυς, που καλλιεργείται ως διακοσμητικό για το φύλλωμα του. [ΕΤYΜ. < μτγν. άκανθος (ο) < αρχ. άκανθα (βλ.λ.)].
ενώ στο ΛΚΝ:
άκανθος η : (αρχιτ.) γλυπτή διακόσμηση του κορινθιακού κιονοκράνου• άκανθα: O κάλαθος του κιονοκράνου κοσμείται με φύλλα ακάνθου. [λόγ. < ελνστ. ἄκανθος ἡ, αρχ. ἄκανθος ὁ ‘αγκαθωτό φυτό που το μιμούνταν στο κιονόκρανο’]
Acanthus στα αγγλικά, και η διακόσμηση (βάζω και μια ταπετσαρία με φύλλα ακάνθου) και το φυτό, που μάλιστα παντρεύει ελληνικά και λατινικά στο είδος Acanthus spinosus.
http://en.wikipedia.org/wiki/Spine
http://www.livepedia.gr/index.php/Άκανθος
William Morris wallpaper featuring acanthus leaves