Σε άλλο πλαίσιο, από εγκύκλιο του ΕΟΦ (δεν τη βρίσκω πια Online): "Κρίνεται ότι η απόδοση στην ελληνική γλώσσα του αγγλικού όρου “consent”, ως «συγκατάθεσης», πρέπει να αντικατασταθεί από τον πλέον δόκιμο και ακριβή όρο «συναίνεση». Ο όρος συναίνεση σημαίνει “δήλωση επιτρεπτικής βουλήσεως”, δηλαδή υποδηλώνει την εκ των προτέρων συμφωνία και αποδοχή του ενδιαφερομένου, μετά από πλήρη ενημέρωσή του, να συγκατατεθεί σε μία πράξη (δηλαδή η συναίνεση είναι προϋπόθεση συγκατάθεσης). Στην προκειμένη περίπτωση, όταν «συναινεί» ο δυνάμει συμμετέχων στην κλινική δοκιμή, σημαίνει σαφώς ότι εκ των προτέρων συμφωνεί να αποδεχθεί τους όρους της κλινικής δοκιμής ενώ, από το σημείο εκείνο και πέρα, οποιαδήποτε τετελεσμένη ενέργεια έπεται της διαδικασίας συναίνεσης. Αντίθετα ο όρος «συγκατάθεση» έχει πιο διευρυμένη σημασία και περιλαμβάνει και την εκ των υστέρων ενημέρωση και έγκριση του ενδιαφερομένου για κάτι που ήδη έλαβε χώρα. Επομένως με βάση τη διαδικασία που απαιτείται από τα GCPs σε σχέση με το “informed consent” του συμμετέχοντος, η ορθή απόδοση στην ελληνική γλώσσα είναι «συναίνεση κατόπιν ενημέρωσης»."