περισσευούμενος = spare, remaining, surplus, excess, leftover

nickel

Administrator
Staff member
Όπως:
Στην αθηναϊκή «πιάτσα» υπάρχει άλλωστε περισσευούμενος κυνισμός...
Επιλογή μάλλον αναγκαστική, δεδομένου ότι περίπου 120 τόνοι γάλακτος ημερησίως ήταν «περισσευούμενοι».
εκεί που είναι περισσευούμενοι υπάλληλοι να φύγουν με υποχρεωτικό τρόπον
Μόνο εκεί όπου το κράτος παύει να υπάρχει, μπορεί να αρχίσει ο άνθρωπος που δεν είναι περισσευούμενος.... (Νίτσε)


Μια και δεν αναφέρεται η μεσοπαθητική μετοχή σε κανένα λεξικό.

(Ψέματα λέω. Το ΛΚΝ δεν εξηγεί και δεν δίνει παραδείγματα, αλλά το αναφέρει σαν οικείο τύπο στην αρχή.)
 
εκεί που είναι περισσευούμενοι υπάλληλοι να φύγουν με υποχρεωτικό τρόπον
Μπορώ στα αγγλικά να προσθέσω και το redundant; Άλλωστε είναι συχνός ευπρεπισμός το I was made redundant = απολύθηκα.
 
Μπορείς, αν και εμένα με προβληματίζει αυτή η λέξη. Αν διαβάσω «What are we going to do with redundant workers?», δεν ξέρω αν εννοεί τα πλεονάζοντα εργατικά χέρια ή τους απολυμένους εργάτες. Ναι, το πρώτο σημαίνει, αλλά θα ένιωθα ευτυχέστερος με το surplus workers. Και θα φρόντιζα, αν είχα surplus labour, να μην μπερδευτεί ο αναγνώστης με την υπερεργασία του Μαρξ.
 
Back
Top