Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη που και καθυστερημένα απαντώ και πολύ πιο συνοπτικά απ' όσο θα ήθελα.
Ο Θέμης τα εξήγησε εξαιρετικά όσον αφορά τις αμφοτεροβαρείς και ετεροβαρείς συμβάσεις:upz:, οπότε παρέλκει οποιαδήποτε δική μου προσθήκη.
Εκεί που δεν τα λέει και τόσο καλά :glare:είναι στο σημείο που επισημαίνει ότι
Ας προστεθεί πάντως ότι υπάρχει και μια άλλη διάκριση, μεταξύ μονομερών συμβάσεων (περιέχουν τη δήλωση βουλήσεως ενός μόνο προσώπου) και πολυμερών συμβάσεων (περιέχουν περισσότερες δηλώσεις βουλήσεως). Π.χ. η γνωστή σε όλους διαθήκη είναι μονομερής, ενώ η δωρεά (surprise, surprise) όχι, επειδή προϋποθέτει την ταυτόχρονη αποδοχή της, άρα τη δούληση βουλήσεως του δωρεοδόχου
Όμως, φευ, μονομερείς συμβάσεις δεν υπάρχουν:)! Αυτό που συνέβη είναι προφανώς μια μικρή σύγχυση μεταξύ των εννοιών της
δικαιοπραξίας και της
σύμβασης. Η πρώτη είναι η έννοια γένους που περικλείει και τις συμβάσεις (δηλ. τις διμερείς - και πολυμερείς - δικαιοπραξίες). Η διαθήκη λοιπόν είναι μονομερής
δικαιοπραξία, η δωρεά σύμβαση και δη ετεροβαρής.
Ως προς τα λεόντεια: Η λεόντειος εταιρία είναι όρος πολύ πιο παραδοσιακός. Η σύμβαση είναι μάλλον πρόσφατη σχετικά σύναψη.
Πάμε τώρα στο βασικό κτγμ ζητούμενο, δηλ. το "unconscionable contract". Η πρόταση του Θέμη για "καταχρηστική σύμβαση" μου φαίνεται η καλύτερη δυνατή:upz:. Ας επισημανθεί, όμως, ότι στα δίκαια της ηπειρωτικής Ευρώπης, συνήθως μιλάμε για "καταχρηστικές
ρήτρες" σύμβασης κι όχι για σύμβαση καταχρηστική στο σύνολό της. Το κύριο όπλο για την αντιμετώπιση καταχρηστικών συμβατικών όρων είναι στα καθ' ημάς η γενική ρήτρα της διάταξης του 288 ΑΚ ("
Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη"). Τέσπα, αν είναι να μιλήσουμε συνολικά για μια σύμβαση ίσως θα ήταν καλύτερο να προκρίνουμε το πιο φλύαρο, αλλά και ακριβέστερο "
καταχρηστικώς συναφθείσα σύμβαση".
Τώρα, για να είμαστε ειλικρινείς, στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται το γνωστό πρόβλημα (που έχει περιγράψει εξαιρετικά ο Θέμης στο παρελθόν) της συχνής αδυναμίας εύρεσης επακριβούς αντιστοιχίας μεταξύ αγγλοσαξονικών και ηπειρωτικών δικαϊκών συστημάτων. Εμείς, προτιμούμε να εντοπίσουμε καταχρηστικές ρήτρες (επισημαίνοντας ευθέως το "άδικο" περιεχόμενό τους) και να τις ακυρώσουμε (άλλο αν κάποιες φορές οι καταχρηστικές ρήτρες είναι τόσες που θα συμπαρασύρουν σε ακυρότητα κι ολόκληρη τη σύμβαση), ενώ η θεωρία περί "unconscionable contract" εστιάζει στα πιθανά ελαττώματα της δηλώσεως βουλήσεως (στο στάδιο δηλ. της αποδοχής της πρότασης). Βεβαίως και στο δικό μας αστικό δίκαιο υπάρχουν αντίστοιχα όπλα: π.χ. τα άρθρα 140 επ. ΑΚ που αναφέρονται στη δήλωση βουλήσεως από ουσιώδη πλάνη, 147 επ. ΑΚ (δήλωση βουλήσεως ως συνέπεια απάτης) κ.ο.κ., διατάξεις που παρέχουν στον πλανηθέντα, απειληθέντα ή εξαπατηθέντα το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας (μονομερούς ή συμβάσεως).
Στην πράξη, πάντως, η κατάσταση έχει όπως προαναφέραμε: κάθε μεγάλη οικογένεια δικαϊκών συστημάτων προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα με διαφορετικά όπλα. Οι "Ηπειρωτικοί" εντοπίζουν συμβατικές ρήτρες με καταχρηστικό περιεχόμενο και τις ακυρώνουν ως τέτοιες χρησιμοποιώντας τις γενικές ρήτρες του αστικού κώδικά τους οι οποίες αναφέρονται συνήθως στην εκτέλεση της σύμβασης (εκπλήρωση της κάθε παροχής), οι "Νησιώτες" στέκονται στα ελαττώματα της δηλώσεως βουλήσεως κι ακυρώνουν, όχι απαραίτητα ολόκληρη τη σύμβαση, αλλά συνήθως τα προβληματικά λόγω "άνισου" περιεχομένου τμήματά της. Με άλλα λόγια, αν τα όπλα διαφέρουν, το επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα είναι κατ' ουσίαν ίδιο και στα δύο συστήματα.
Φυσικά η πιο πάνω παρουσίαση είναι φριχτά χονδροειδής. Εξακολουθεί ωστόσο να είναι το λιγότερο προβληματικό που θα μπορούσα να κάνω χωρίς να καταντήσω υπερβολικά αναλυτικός.