κωλοφαρδία = luck of the devil

nickel

Administrator
Staff member
Μια και, σύμφωνα με αυτή την πληροφορία, η λέξη ξεκινά τώρα τη διεθνή καριέρα της, ας φροντίσουμε να εξηγήσουμε στους ξένους και τι σημαίνει:

κωλοφαρδία = noun luck of the devil
κωλόφαρδος = adj. lucky bastard, lucky devil
(Literally, wide-breeched, wide-arsed. However, this is not related to Aristophanes' ευρύπρωκτος or χαυνόπρωκτος, used to describe habitual submission to buggery. According to Λεξικό της Ελληνικής Αργκό (Dictionary of Greek Slang), the use of the term «κωλοφαρδία» comes from card-playing and, in particular, from the observation that, when someone is on a winning streak, he relaxes and, as a result, his anus loosens up and becomes wider.)
 

daeman

Administrator
Staff member
[...]
According to Λεξικό της Ελληνικής Αργκό (Dictionary of Greek Slang), the use of the term «κωλοφαρδία» comes from card-playing and, in particular, from the observation that, when someone is on a winning streak, he relaxes and, as a result, his anus loosens up and becomes wider.)

Εύλογη εξήγηση της προέλευσης (δεν το ήξερα κι ευχαριστώ) και οι αγγλόφωνοι δεν θα δυσκολευτούν να την κατανοήσουν, αν τη συνδυάσουν με τα δικά τους uptight ή tight ass. Άσχετα με την τύχη, βέβαια, αλλά την αντίθετη κατάσταση περιγράφουν. Εκτός αν δεχτούμε ότι η τύχη ευνοεί τους χαλαρούς...

Αντίστροφα: luck of the devil = διαολεμένη τύχη :)
 

pontios

Well-known member
Στην Αυστραλία έχουμε μια φράση με παρόμοια έννοια που περιέχει την αντίστοιχη λέξη-κλειδί ..... "more arse than class".

"That was a lucky putt, more arse than class."

Δηλαδή, είναι σαν να λέμε ότι η επιτυχία ενός ατόμου (πάνω σε κάτι) οφείλεται περισσότερο στην τύχη παρά στα προσόντα του/στην επίδοση του/στα μπράτσα του/στην ικανότητα του.

Arsey is also Aussie slang for lucky. e.g., "He's an arsey bastard". (someone with "arse"/luck is someone who is arsey lucky).

So arse = luck, bottom line (excuse the pun/bun). :)
 
Top