κελεπούρι = catch

nickel

Administrator
Staff member
Υπάρχουν και άλλα μεταφράσματα για το κελεπούρι, από διάφορα λεξικά:

bargain
godsend
snip
windfall
find

Όμως, από αυτά τα ξεκαρδιστικά μηνύματα, εμένα αυτό μου έμεινε. Και κανένα λεξικό δεν δίνει κελεπούρι = catch, παρότι:

catch = informal old-fashioned someone who would be a very suitable husband, wife, or partner.

κελεπούρι: από το τουρκικό kelepir, σημαίνει «ευκαιρία». Χρησιμοποιείται για αντικείμενα, τα οποία θα μπορούσε κανείς να αγοράσει, αλλά και ανθρώπους τους οποίους μπορεί να σταμπάρει κανείς για διάφορες χρήσεις («κρεβάτι» με όλες τις παραλλαγές του, γαμπρό/νύφη, πατέρα/μητέρα παιδιών και τα τοιαύτα).

Συνέχεια στο http://www.slang.gr/lemma/show/kelepouri_8949:κελεπούρι
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Σήμερα καταπιάστηκε με το κελεπούρι και ο Σαραντάκος: Κελεπούρι και εμπόριο

Όπως λέει, αμφιβάλλοντας ο ίδιος, σύμφωνα με κάποιες πηγές στα τουρκικά αναφέρεται ως αντιδάνειο από κάποιο «καλό εμπόριο». Αναρωτιέμαι όμως μήπως τεκμαίρεται κάπου σε μσν. κείμενα η φράση «καλό εμπόριο» που θα μπορούσε να γίνει «καλ' εμπόριο» κλπ., όπως λέμε σήμερα «καλή αγορά».
 
Να βάλω και εδώ το σχόλιο για την ετυμολόγηση του Νισανιάν (παρακάτω στα σχόλια επιβεβαιώνεται και η αρχική σημασία "λάφυρο" στα ελληνικά [των Σουλιωτών]):

[Ο Νισανιάν] αναφέρει το «καλό εμπόριο», όπως και το κουρδικό kal û pîr («παλιό και γέρικο») ως πιθανότατα ευφάνταστες παρετυμολογήσεις (fantezidir). Προτείνει το μογγολικό kilbar («εύκολο, φτηνό») και σημειώνει προς επίρρωσιν ότι ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει τη λέξη (kelepür) ως μέρος του ιδιαίτερου λεξιλογίου των Τατάρων της Κριμαίας, με τη σημασία «λάφυρο» (mal ve canlı maḳūlesi Tatarıŋ ola, sāˁir kelepür esbāb [ganimet eşyası] soŋra Leh’iŋ ve kardaş Kazağıŋ ola).
 

Earion

Moderator
Staff member
Τελικά, όπως φαίνεται, η ετυμολογία από το ταταρικό kelepür = λάφυρο είναι η πιο πειστική.
Εύγε Δύτη (και συγχαρητήρια στον Spiridione, σχολιαστή του σαραντάκειου).
 
Top