κατακυρώνω — κατοχυρώνω

nickel

Administrator
Staff member
Διάβασα προχτές, σε σχέση με τις συγκεντρώσεις της «γενικής» απεργίας, το παρακάτω:

Η Β. Γεωργίου του Α΄ –ξέρετε, τα πενήντα μέτρα δρόμος μπροστά από τη Μ. Βρετανία‒ έχει κατοχυρωθεί στο ΠΑΜΕ.

Υπάρχει κάποια ηχητική ομοιότητα μεταξύ των ρημάτων κατοχυρώνω και κατακυρώνω, ίσως και κάποια σημασιολογική, που έχει σαν αποτέλεσμα να βλέπουμε συχνά το ένα ρήμα στη θέση του άλλου (συνήθως το πρώτο στη θέση του δεύτερου).

Να ξεκαθαρίσουμε τις σημασίες:
κατακυρώνω: (σε δημοπρασίες) αναγνωρίζω σε πλειοδότη την κυριότητα κινητού ή ακίνητου πράγματος.
Παραδείγματα ΛΚΝ:
Ο πίνακας / το οικόπεδο κατακυρώθηκε στον πλειοδότη. | Ο διαγωνισμός για την κατασκευή του αεροδρομίου κατακυρώθηκε στη μειοδότρια εταιρεία. | Tο εκλογοδικείο κατακύρωσε τη βουλευτική έδρα στο (τάδε) κόμμα.

Βλέπουμε στο τρίτο παράδειγμα τη χαλαρή μεταφορική σημασία που συνηθίζεται και έξω από νομικές διαδικασίες:

  • Ψηφοδέλτιο συνδυασμού χωρίς κανένα σταυρό κατακυρώνεται στον συνδυασμό.
  • Η εκλογική άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Είχαν προηγηθεί πολλές προσπάθειες ανασύστασης του ακροδεξιού χώρου που τη δεκαετία που μας πέρασε κατακυρώθηκε στον νεοσύστατο ΛΑΟΣ.
  • Η μετάβαση των παιδιών από τη χρήση των άτεγκτων σχολικών βιβλίων στην ανάγνωση λογοτεχνικών υπήρξε απελευθερωτική διαδικασία και τους κατακυρώθηκε ως πνευματική ψυχαγωγία.
  • Ο Ρίσσο την έσπρωξε στα δίχτυα, όμως το γκολ κατακυρώθηκε στον Αργεντινό φορ.

Στα αγγλικά έχουμε:
the painting went / was sold / was auctioned off to the highest bidder
the contract was awarded to…
the seat was allocated to the third party
The goal was eventually credited / awarded to X


Για το κατοχυρώνω αντιγράφω από το ΛΚΝ:

κατοχυρώνω -ομαι : εξασφαλίζω κτ. ή κπ. από διεκδίκηση τρίτου, καταστροφή, εξαφάνιση, καταστρατήγηση κτλ.: Πρέπει να κατοχυρώσουμε το δημοκρατικό μας πολίτευμα από κάθε επιβουλή. | Mε το νομοσχέδιο κατοχυρώνονται τα δικαιώματα της μειοψηφίας. | Πώς μπορώ να κατοχυρωθώ; | Mε το προσύμφωνο μόνο, δεν είσαι κατοχυρωμένος. | Tο κράτος κατοχυρώνει νομικά την προστασία των μνημείων. || (επέκτ.): Πρέπει να κατοχυρώσω τη θέση μου. | Θέλω να κατοχυρώσω τα μαθήματα που πέρασα τον Iούνιο. || (μτφ.): Aπό τη στιγμή που ξεκαθάρισα τις απόψεις μου, είμαι κατοχυρωμένος απέναντί του.

Για αγγλικά: protect, secure, safeguard, consolidate κ.τ.ό.

Την πρόταση που στάθηκε αφορμή για το σχόλιο θα την έκανα:
Η Β. Γεωργίου του Α΄ –ξέρετε, τα πενήντα μέτρα δρόμος μπροστά από τη Μ. Βρετανία‒ έχει κατακυρωθεί στο ΠΑΜΕ.

Ίσως θα μπορούσε να γίνει και:
Η Β. Γεωργίου του Α΄ –ξέρετε, τα πενήντα μέτρα δρόμος μπροστά από τη Μ. Βρετανία‒ έχει κατοχυρωθεί από το ΠΑΜΕ.
Τι λέτε;

Άσκηση:
Αναζητήστε στο διαδίκτυο διάφορους τύπους τού κατοχυρώνω με την πρόθεση σε να ακολουθεί (π.χ. «κατοχυρώθηκε στον»). Σημειώστε πόσα από τα «κατοχυρώθηκε» θα έπρεπε να είναι «κατακυρώθηκε» — ή κάτι άλλο.
 
Top