ευφημίζεται = is euphemistically called

nickel

Administrator
Staff member
Ένα λόγιο ρήμα που το βλέπω να κυκλοφορεί στην πιάτσα αν και όχι στα σύγχρονα λεξικά είναι το ευφημίζομαι — μεσοπαθητικό, με τη σημασία «αποκαλείται ευφημιστικά, με θετικούς όρους». Παραδείγματα χρήσης από το διαδίκτυο:

  • Τα σόου των καναλιών, που ευφημίζονται ως δελτία «ειδήσεων»...
  • Περιπτώσεις όπως ο Δήμου, που ευφημίζεται ως "σκεπτικιστής", χωρίς όμως να είναι.
  • Μ' αυτά και μ' αυτά τελειώνει η πρωινή ζώνη Καζαντζίδη, που ευφημίζεται ως «ενημερωτική».
  • στον χριστιανισμό η τελευτή ευφημίζεται ως εκδημία ή κοίμηση
  • ...τα οποία θα τροφοδοτήσουν ένα νέο κύκλο δημόσιου πολιτικού κουτσομπολιού, που ευφημίζεται ως «πολιτικός διάλογος».
  • ...το κορίτσι με τα σγουρά μαλλιά και τα καστανά μάτια αποφάσισε να πάρει μέρος σ' αυτό που ευφημίζεται ως «ένοπλη πάλη»
  • τα μπαχτσίσια στις επιχειρήσεις (που ευφημίζονται ως «αναπτυξιακά» μέτρα)
 
Η αναφορά σε "σύγχρονα" λεξικά είναι ακριβής. Το έχει ο Δημητράκος, στο περίπου (*). Αναρωτιέμαι αν η αναβίωσή του είναι μισοεπηρεασμένη από τα αγγλικά. Εκτός κι αν δεν υπήρξε αναβίωση αλλά το χρησιμοποιούσαν διαρκώς όλα αυτά τα χρόνια κι εμείς δεν το είχαμε πάρει χαμπάρι.

(*) Τον Δημητράκο δεν τον θεωρώ σύγχρονο λεξικό, βέβαια.
 
Top