Γιατί (ξυράφι!) να υποθέσουμε ότι είναι ένα περιττό δηλαδή σε μια ανύπαρκτη μορφή και όχι κάτι άλλο;
Θα έλεγα να εξετάσουμε το ζήτημα από την αρχή.
- Η πρώτη επιλογή είναι ότι η συντομογραφία αυτή
δεν σημαίνει "δηλαδή". Εδώ όμως πέφτουμε πάνω σε δύο αξεπέραστα προβλήματα: (α) δεν πρόκειται για καθιερωμένη συντομογραφία, (β) το ίδιο το κείμενο δεν την εξηγεί πουθενά.
Κρατάμε την επιφύλαξη ότι ο παθών μπορεί, έπειτα από ενδελεχέστερη έρευνα, να βγάλει μια άκρη. Αυτό θα σήμαινε στην πράξη ότι κάπου εκεί κοντά υπάρχει ένας σύνθετος όρος (με δύο λέξεις που αρχίζουν από "δ") ο οποίος χρησιμοποιείται ευρέως και ο συγγραφέας αμελεί να τον συνδέσει με την αντίστοιχη συντομογραφία. Τι γίνεται όμως αν η έρευνα του παθόντος δεν μας οδηγεί πουθενά; Αν
δεν εντοπίζεται τέτοιος όρος;
- Η δεύτερη επιλογή (της επεξήγησης) κρίνεται λογική από τον παθόντα και μπορεί, κάπως παρατραβηγμένα, να θεμελιωθεί. Σιγουριά όμως δεν μπορεί να υπάρξει, οπότε δεν συντρέχει κανείς λόγος να εκτεθούμε υπέρμετρα: σε περίπτωση επεξήγησης υπεραρκούν οι παρενθέσεις και το "κλπ.", γιατί λοιπόν να βάλουμε τη λέξη "δηλαδή" και να διατρέξουμε τον κίνδυνο να μας καταλογιστεί εξόφθαλμο οφσάιντ;
- Ας επιστρέψουμε όμως στην πρώτη υπόθεση. Εκείνο που απομένει είναι νέα έρευνα του παθόντος για να βρει μέσα στο κείμενο περισσότερα στοιχεία για τα "κατηγορία" 1 ή 2 και "τύπος" Α ή Β κτλ. (και για το πόσα "δ" κυκλοφορούν στον περίγυρό τους). Αν η έρευνα αποδώσει κάτι, έχει καλώς και το ξαναβλέπουμε. Αν η έρευνα δεν αποδώσει τίποτα, ισχυρίζομαι ότι και πάλι η ασφαλέστερη λύση είναι να μη μπεί τίποτα στη θέση του "δ.δ.". Για δύο λόγους: (α) βάσει του κειμένου πρόκειται για κάτι απολύτως αυτονόητο, και η απουσία των αυτονόητων δεν προκαλεί αυτονοήτως κενό, (β)
ούτως ή άλλως, η διατύπωση προσδίδει χαρακτήρα επεξήγησης, ακόμα κι αν το "δ.δ." σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό από "δηλαδή". Αν υποθέσουμε π.χ. ότι σημαίνει "διαλεξιλογική διχογνωμία", η διατύπωση "... κατηγορία 1 (δ.δ. τύπου Α, τύπου Β κτλ.)", σημαίνει "... (
δηλαδή διαλεξιλογική διχογνωμία τύπου Α...)". Επεξήγηση υπάρχει λοιπόν σε κάθε περίπτωση, και (ευτυχώς) η απόδοσή της δεν απαιτεί κανένα "δηλαδή". Στη χειρότερη επομένως περίπτωση, επειδή αγνοούμε τι είναι το "δ.δ.", το αφήνουμε κατά μέρος και περιμένουμε να επαληθευτεί από τον γνώστη που διαβάζει το κείμενο η αισιόδοξη άποψη του συγγραφέα ότι πρόκειται για κάτι τελείως αυτονόητο.