Έπεσα πάνω στον αλοτροπισμό στο ΛΝΕΓ και αναρωτήθηκα τι να ’ναι πάλι αυτό. Ήξερα τον άλλο αλλοτροπισμό, με τα δύο -λ- και, αν δεν ξέρετε τι είναι, μάζεψα δυο-τρία πράγματα, αλλά είναι γεμάτος ο κόσμος, έχει λήμμα και το ΛΝΕΓ.
Στο Χημικό λεξικό:
Livepedia: Αλλοτροπία
Βικιπαίδεια: Αλλότροπα
Ο αλοτροπισμός είναι πολύ πιο σπάνιος. Τον βρίσκουμε στα παλιά ελληνικά λεξικά, π.χ. Δημητράκος: «η ιδιότης των υδροβίων, του τρέπεσθαι εις ωρισμένην διεύθυνσιν προς αναζήτησιν ύδατος διαφόρου αλμυρότητας». Πονηρός ο ορισμός, προσέξτε το σκέτο «υδροβίων» (το φαινόμενο αφορά υδρόβιους οργανισμούς).
Στη Livepedia:
Στο ΛΝΕΓ τα φυτά έχουν γίνει ζώα:
Στο διαδίκτυο τα ευρήματα είναι ελάχιστα, όπως ελάχιστα είναι και τα ευρήματα για το αγγλικό halotropism. Δεν υπάρχει στο OED ή άλλα λεξικά, δεν υπάρχει στους τροπισμούς της Wikipedia. Σε μια Biology διαβάζω:
• Chemotropism: Growth toward or away from a chemical; special types include halotropism for salt and hydrotropism for water.
ή στο answers.yahoo.com:
What is an example of a response mechanism ("tropism") found in plants?
Halotropism. They will grow roots towards a salt deposit for the nutrition it provides.
Ύπουλη λέξη. Ο Πάπυρος την αγνοεί, ο Δρανδάκης έχει λήμμα αλοτροπισμός, κάνει παραπομπή στους τροπισμούς, την έχει κι εκεί, αλλά ο συντάκτης έχει αλλού το μυαλό του και τη γράφει αλλοτροπισμός.
Στο Χημικό λεξικό:
allotropy αλλοτροπία ή αλλοτροπισμός. Η ιδιότητα ενός στοιχείου να βρίσκεται σε δύο ή περισσότερες μορφές. Αναφέρεται ως «μονοτροπισμός» (monotropy) εάν οι μορφές μπορούν να συνυπάρχουν σε μεγάλη περιοχή θερμοκρασιών (π.χ. ο άνθρακας ως γραφίτης και ως διαμάντι) και ως «εναντιοτροπισμός» (enantiotropy) όταν υπάρχει μια θερμοκρασία όπου πραγματοποιείται μετατροπή της μιας μορφής στην άλλη (π.χ. μεταλλικός Sn (β-μορφή) για θ>13,2°C, τεφρός κονιώδης, μη μεταλλικός Sn (α-μορφή) για θ<13,2°C).
allotropic αλλοτροπικός.
allotrope αλλότροπο
allotropic αλλοτροπικός.
allotrope αλλότροπο
Allotropy or allotropism is the property of some chemical elements to exist in two or more different forms, known as allotropes of these elements. Allotropes are different structural modifications of an element; the atoms of the element are bonded together in a different manner.
http://en.wikipedia.org/wiki/Allotropy
http://en.wikipedia.org/wiki/Allotropy
Livepedia: Αλλοτροπία
Βικιπαίδεια: Αλλότροπα
Ο αλοτροπισμός είναι πολύ πιο σπάνιος. Τον βρίσκουμε στα παλιά ελληνικά λεξικά, π.χ. Δημητράκος: «η ιδιότης των υδροβίων, του τρέπεσθαι εις ωρισμένην διεύθυνσιν προς αναζήτησιν ύδατος διαφόρου αλμυρότητας». Πονηρός ο ορισμός, προσέξτε το σκέτο «υδροβίων» (το φαινόμενο αφορά υδρόβιους οργανισμούς).
Στη Livepedia:
αλοτροπισμός ο (ουσιαστικό) η ιδιότητα των υδρόβιων φυτών να τρέπονται προς μία ορισμένη κατεύθυνση για να βρουν νερό διαφορετικής αρμυρότητας.
Στο ΛΝΕΓ τα φυτά έχουν γίνει ζώα:
αλοτροπισμός (ο) {χωρ. πληθ.} η ιδιότητα των υδρόβιων ζώων να τρέπονται προς ορισμένη κατεύθυνση, για να βρουν νερό με την αναγκαία για τον οργανισμό τους ποσότητα σε αλάτι. [ΕΤΥΜ. < αρχ. αλς (γεν. αλός) «αλάτι, θάλασσα» + -τροπισμός < τρόπος].
Στο διαδίκτυο τα ευρήματα είναι ελάχιστα, όπως ελάχιστα είναι και τα ευρήματα για το αγγλικό halotropism. Δεν υπάρχει στο OED ή άλλα λεξικά, δεν υπάρχει στους τροπισμούς της Wikipedia. Σε μια Biology διαβάζω:
• Chemotropism: Growth toward or away from a chemical; special types include halotropism for salt and hydrotropism for water.
ή στο answers.yahoo.com:
What is an example of a response mechanism ("tropism") found in plants?
Halotropism. They will grow roots towards a salt deposit for the nutrition it provides.
Ύπουλη λέξη. Ο Πάπυρος την αγνοεί, ο Δρανδάκης έχει λήμμα αλοτροπισμός, κάνει παραπομπή στους τροπισμούς, την έχει κι εκεί, αλλά ο συντάκτης έχει αλλού το μυαλό του και τη γράφει αλλοτροπισμός.