Σοβιετικά

Η ανακοίνωση του ΚΚΕ, με τα έντονα δικά μου:

Είναι προφανές ότι για το ΚΚΕ η «οικογενειοκρατία» , η διαδοχή δηλαδή σε κομματικές και κρατικές θέσεις με κριτήριο την συγγένεια, δεν έχει καμία σχέση με την αντίληψη του για την συμμετοχή των εργαζόμενων μαζών στην εργατική εξουσία, τον εργατικό έλεγχο και το ρόλο του Κόμματος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Είναι ξένη και με την πρακτική του ως Κόμμα στην πολιτική που ακολουθεί για την ανάδειξη και διάταξη των στελεχών του γεγονός που έχει αποδείξει σε όλη την ιστορική του πορεία. Ποτέ κανένα στέλεχος του δεν αναδείχθηκε με βάση οικογενειακά ή συγγενικά κριτήρια.

Αυτές είναι πρακτικές που ταιριάζουν στα αστικά πολιτικά κόμματα είναι χαρακτηριστικό ότι οι ίδιες πολιτικές οικογένειες της αστικής τάξης όπως οι Παπανδρέου, οι Καραμανλήδες, οι Μητσοτάκηδες κυριαρχούν στην αστική πολιτική για πάνω από μισό αιώνα

Αυτα τα «ξεχνάνε» οι διάφοροι αστοί κονδυλοφόροι που βρίσκουν ευκαιρία να διακωμωδήσουν την εργατική εξουσία αξιοποιώντας φαινόμενα που είναι αταίριαστα με τις αρχές της.


Μιλάει δηλαδή σαφώς για πρακτικές αταίριαστες με τη φύση τού κατά τα άλλα καλού και άγιου καθεστώτος, άρα για παρεκκλίσεις.

Η κυκλικότητα του επιχειρήματος της Παπαρήγα είναι η εξής: ο "σοσιαλισμός" δεν ανατράπηκε από τα κάτω, γιατί αν είχε ανατραπεί από τα κάτω τότε θα παραδεχόμασταν το λάθος μας. Δεν ανατράπηκε όμως απ' τα κάτω γιατί εμείς κάθε προσπάθεια ανατροπής του απ' τα κάτω την καταγγείλαμε ως αντεπαναστατική και την καταστείλαμε με κάθε τρόπο, από τα πρώτα κιόλας στρατόπεδα συγκέντρωσης του 1918 ως το τέλος, οπότε αποδείξαμε αυτό που θέλαμε. Το ίδιο επιχείρημα θα μπορούσε να επικαλεστεί κάθε πετυχημένη στα κατασταλτικά της μέτρα δικτατορία, ότι δηλ. δεν ανατράπηκε απ' τα κάτω.

Χρειάζεται να κυβερνήσει η Χρυσή Αυγή για να τη συγκρίνω με το ναζισμό;

Λαθροχειρίες, παραληρήματα, φλέιβορ, γραβάτες, σώβρακα...και εις ανώτερα ως προς το ύφος! Εγώ περίμενα κάτι καλύτερο.
 
Η επιστολή του ΚΚΕ, η επιστολή του ΚΚΕ! Τι να πω; Ζητείται επιχείρημα με αρχή-μέση-τέλος.

Συγγνώμη, επιχείρημα είναι αυτό; Κατηγορείς τον άλλον ότι δεν έχει επιχειρήματα, και το μόνο που βρίσκεις εσύ να πεις είναι "Η επιστολή του ΚΚΕ, η επιστολή του ΚΚΕ!";
Δηλαδή, όταν σου παραθέτουν ένα δημοσίευμα από μια δυτική πηγή βγαίνεις και καταγγέλλεις ότι είναι πλαστό, και όταν το δημοσίευμα προέρχεται από το ίδιο το ΚΚΕ δεν καταδέχεσαι να απαντήσεις;

Τέλος πάντων, για να μην σε αδικώ, έγραψες παραπάνω ότι ο Ριζοσπάστης υιοθετεί την οπτική που υιοθετεί επειδή εκπροσωπεί συγκεκριμένα συμφέροντα, και προφανώς θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτό τα εκπροσωπεί καλύτερα. Αυτό είναι ακριβές και σε συγχαίρω που το παραδέχεσαι ανοιχτά. Το ερώτημά μου όμως παραμένει (#52): Τα συμφέροντα που προσπαθεί ο Ριζοσπάστης να υπηρετήσει τον κάνουν να συνταχθεί με ένα καθεστώς που λες ότι δεν σου αρέσει "καθόλου μα καθόλου". Δεν σε ενοχλεί αυτό;
 
Στο (γαλλόφωνο) σάιτ του Philippe Sollers βρήκα μια ωραία σελίδα για την υπόθεση του πορτρέτου του Στάλιν από τον Πικάσσο για το θάνατο του αυτοκράτορα, το 1953. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον ότι το πορτρέτο αυτό (βασισμένο σε νεανική φωτογραφία του Στάλιν) μοιάζει με έργο του Κόντογλου.

Η σελίδα έχει κάμποσο υλικό, ας πούμε μια ταινία φτιαγμένη από τους "εργαζόμενους του κινηματογράφου" για τα 70ά γενέθλια του Στάλιν σε κείμενα και ανάγνωση του Πωλ Ελυάρ, την Ωδή στον Στάλιν του ιδίου, κ.ά.

Υπάρχει και κάτι που με ικανοποίησε πολύ: η επιβεβαίωση δια στόματος κανενός λιγότερου από τον Πικάσσο της πεποίθησής μου (και της απορίας μου γι' αυτό) ότι τα πέη των αρχαιοελληνικών αγαλμάτων (εκτός από τους σάτυρους, φυσικά) είναι πολύ μικρά. Έχω αναρωτηθεί και ρωτήσει διάφορους πάνω στους λόγους αυτού του φαινομένου και απάντηση δεν έχω λάβει (εκτός από την αποστομωτική, από αρχαιολογίνα, ότι δεν είναι μικρά...) Όμως ο Πικάσσο μιλάει για ένα μικρό zizi grec (αναφερόμενος στην υπόθεση εργασίας να έφτιαχνε έναν γυμνό Στάλιν).
 

pidyo

New member
Size mattered not στην αρχαιότητα, σε Έλληνες και Ρωμαίους. Το μέγεθος δεν συνδεόταν με την αυτεπιβεβαίωση του ανδρισμού. Οι υπερμεγέθεις φαλλοί είχαν πολλές χρήσεις στην αναπαραστατική τέχνη: άλλοτε αποτροπαϊκές, άλλοτε χιουμοριστικές, άλλοτε υποτιμητικές, πάντως όταν δεν αφορούσαν ημιθεϊκές μορφές συνήθως συνδέονταν με βαρβάρους και δούλους, οπότε το μεγάλο μέγεθος δεν συνάδει με την υψηλή κοινωνική θέση όσων παριστάνονται στα αγάλματα.

[Edit: Κάπου εδώ θα έπρεπε να βάλω βιβλιογραφία, αλλά παρότι διάβαζα πρόσφατα μια σχετική μελέτη δεν θυμάμαι τα στοιχεία. Το θέμα πάντως σχολιάζει και ο Kenneth Dover στο παλιό Greek Homosexuality]
 
Ευχαριστώ για την απάντηση, και αν θυμηθείς τα στοιχεία ακόμα καλύτερα. Ωστόσο εγώ δεν περίμενα υπερμεγέθεις φαλλούς, απλώς να μην είναι υπομεγέθεις.
 
Μου άρεσε η έκφραση:
Successive generations of starry-eyed people in the west were enchanted by the Soviet myth, and then disenchanted by what Malcolm Muggeridge sarcastically called "the left's stations of the cross": the Molotov-Ribbentrop pact in 1939; the Czech putsch in 1948; the suppression of Hungary in 1956.
(The Guardian)
 
Απορία ψάλτου, βηξ, μεν:

Εδώ δεν έχουμε μια θετική, αλλά μια αρνητική θεώρηση: τι δεν είναι ο κομμουνισμός, πώς δεν πρέπει να τον βλέπουμε. Πιστεύεις ότι δεν μπορούμε να τον ορίσουμε θετικά, να ονοματίσουμε μερικά θεμελιώδη στοιχεία μιας κομμουνιστικής κοινωνίας;

Έχεις δίκιο, είναι πολύ ισχυρή η παράδοση της άρνησης, κυρίως δε στον μαρξισμό, ο οποίος ως ένα βαθμό την ανήγαγε σε κανονικό δόγμα, διατυπωμένο σαν «εικονομαχία». Στο βιβλίο δουλεύω πολύ μ’ αυτή την παράδοση, με τη μορφή της κριτικής θεωρίας της Σχολής της Φραγκφούρτης, προσπαθώ όμως παράλληλα να πάω πέρα από αυτήν, με τη μορφή μιας εμμενούς κριτικής και με αναπάντεχη στήριξη από τον Αντόρνο (έναν από τους πιο επιφανείς υποστηρικτές της «εικονομαχίας»). Ελευθεριακοί όπως ο Γκούσταβ Λαντάουερ, αλλά και κριτικοί μαρξιστές όπως ο Καρλ Κορς έχουν πει πριν από εκατό χρόνια ότι αποτελεί μεγάλο πρόβλημα να ορίζουν οι κομμουνίστριες τον κομμουνισμό μόνο αρνητικά: κατάργηση της ιδιοκτησίας, μαρασμός του κράτους και της οικογένειας, κατάργηση του νόμου της αξίας, τερματισμός της εκμετάλλευσης κ.λπ. Ακούγοντάς τα αυτά, δεν μπορούμε να φανταστούμε κάτι χειροπιαστό.

Έπειτα, δεν υπάρχει κριτήριο για να μετρήσουμε αν μια πολιτική είναι πραγματικά επαναστατική, δεν έχουμε κοινή εικόνα για το τι εννοούμε με τον κομμουνισμό. Κάθε ορισμός είναι αμφιλεγόμενος. Είναι δύσκολος, είναι όμως και αναγκαίος.


Ανυποχώρητος αντιλενινοσταλινισμός, δε:

Δεν απάντησες όμως στην ερώτησή μου: Πώς θα όριζες τον κομμουνισμό; Ή μήπως μπορούμε να τον ορίσουμε θετικά μόνο αν έχουμε πραγματώσει πρώτα την άρνηση;

Θα ήταν μοιραίο
[Costas: = μοιραίο λάθος] να περιμένουμε την πραγμάτωση της άρνησης. Αφενός η αντίθετη θέση δεν προκύπτει αυτόματα, αφετέρου τότε είναι πια πολύ αργά. Η αντίληψη ότι ένα κομμουνιστικό κίνημα πρέπει πρώτα να καταλάβει την εξουσία κι έπειτα να σκεφτεί τι θα την κάνει έχει απαξιωθεί ιστορικά με τον χειρότερο τρόπο. Κατέληξε στην κρατική τρομοκρατία. Έτσι, διάλεξα μία από τις τρεις δυνατότητες που θεωρώ ότι υπάρχουν ώστε να προσεγγίσουμε μια θετική εικόνα του κομμουνισμού: την κριτική αντιπαράθεση με τα ως τώρα μοντέλα και απόπειρες. Μια άλλη δυνατότητα είναι να εξετάσουμε τα κινήματα που στον παρόντα χρόνο δείχνουν έναν δρόμο πέρα από τις απόπειρες του παρελθόντος — σπέρματα ενός χειραφετητικού μέλλοντος. Παραδέχομαι όμως απολύτως και τη δυνατότητα να λέμε απλώς αυθόρμητα τι μας ενοχλεί σήμερα και τι θέλουμε: μια ριζοσπαστική πολιτική της επιθυμίας σε πρώτο πρόσωπο.

Με δεδομένη τη βαριά ιστορία του κομμουνισμού, ποια θα ήταν, κατά τη γνώμη σου, η ειδοποιός διαφορά ενός πραγματικά χειραφετητικού κομμουνιστικού κινήματος σήμερα;

Ας δοκιμάσουμε ένα μείγμα: δεν μπορούμε πλέον να ονομάζουμε κομμουνιστικό κίνημα την κατάσταση κατά την οποία ένα κόμμα, και μάλιστα ιεραρχικό, αυταρχικό, κατακτά την κρατική εξουσία και, με την πεποίθηση ότι επιδιώκει το καλύτερο για τους ανθρώπους, προωθεί την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στην εικόνα αυτή οι άνθρωποι εμφανίζονται μόνο ως καταναλώτριες με εκπροσώπηση, όχι ως δρώντα υποκείμενα που παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Η λενινιστική και σταλινική θέση ότι ο καλός σκοπός νομιμοποιεί τα κακά μέσα έχει αντικρουστεί από την ίδια την Ιστορία: στην πραγματικότητα, τα κακά μέσα έχουν απονομιμοποιήσει τον καλό σκοπό
(...)

Από τα Ενθέματα, συνέντευξη με την συγγραφέα Μπίνι Αντάμτσακ, που έγραψε ένα βιβλίο για παιδιά και έφηβες, όπως λέει, με τίτλο "Κομμουνισμός. Μια μικρή ιστορία για το πώς επιτέλους θα αλλάξουν όλα".

Θα προσέξατε ίσως επίσης τη χρήση θηλυκού: οι κομουνίστριες κοκ. Αν και δεν λέει "και κριτικές μαρξίστριες όπως ο Καρλ Κορς". Τελικά, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε κάποτε στο μέλλον σε μια κατάσταση όπου εκ συμβάσεως η χρήση του γένους στο λόγο θα δηλώνει το γένος του/της ομιλούντος/γράφουσας... Θα λυθεί έτσι πλαγίως και το πρόβλημα του πρώτου προσώπου, που δεν δηλώνει γένος. :)
 
Πάντως εξακολουθεί να μην απαντά στην ερώτηση! Εκτός αν είναι απάντηση αυτό το "μια ριζοσπαστική πολιτική της επιθυμίας σε πρώτο πρόσωπο", που μόνο απάντηση δεν είναι.
 
Ναι, αυτό είπα κι εγώ. Η απάντησή της περί "ριζοσπαστικής πολιτικής της επιθυμίας σε πρώτο πρόσωπο", πάντως, όσο κι αν δεν λύνει το πρόβλημα της νίκης, είναι σαφώς ο ανθρώπινος πυρήνας πάνω στον οποίον στηρίζεται κάθε αγώνας χειραφέτησης, όχι μόνο ατομικός αλλά και συλλογικός. Τώρα, όσον αφορά απαντήσεις που να εγγυόνται τη νίκη, ποιος μπορεί να τις δώσει, για να τις δώσει αυτή; Στον ωκεανό της αγνωσίας, ο καθένας διαλέγει τη δική του βάρκα της ελπίδας. (είπα "ποιος" και "ο καθένας" κι έτσι δήλωσα το φύλο μου! :) )
 
Από το Dissertation Reviews:

A review of Socialist Realist Science: Constructing Knowledge about Rural Life in the Soviet Union, 1943-1958, by Maya Haber. (της Kristy Ironside)

Neglected for years before the Second World War, the Soviet countryside entered a full-fledged crisis by its end. Productivity plummeted, exacerbating food shortages, and many collective farmers refused to return to the kolkhoz. If in the past, the Soviet state had resorted to coercion and brute force to impose its will on the peasantry, it changed tack in the postwar period, calling on social scientists to produce usable knowledge that would help it better govern the rural population. Marshaling an impressive array of archival sources, journals, and memoirs, Maya Haber’s dissertation, “Socialist Realist Science: Constructing Knowledge about Rural Life in the Soviet Union, 1943-1958,” traces the efforts of social scientists to supply the state with this critical information.

Haber’s focus is less on the knowledge produced than the social scientists, themselves, and the methodologies they employed. These ethnographers, statisticians and economists form a colorful cast of characters whom she argues are better thought of as “social engineers,” rather than traditional academics (p. 7). The development of Soviet social scientists’ professional identity and their commitments to the Party and the state are the subject of Chapter 1, in which Haber also explores their personal backgrounds at length. Social scientists like Pavel Kushner, a professor of ethnography whose roots were in Bolshevik revolutionary activity, were dedicated to the Party, the state and the advancement of communism. As Haber observes, by the postwar period, a majority of scholars were older and many had trained in Tsarist academic institutions. They survived the Revolution, Civil War, the liquidation of their academic fields during Stalin’s Cultural Revolution, and the Terror – all of which inspired caution and pride in their work, and in a younger generation of scholars who looked up to them. Possessing an instrumental view of knowledge, they roundly criticized “armchair scholars” who took an overly academic approach to social problems and were detached from reality, preferring an “active methodology” centered on “purposive” activity that stemmed from the social ethic of the pre-revolutionary Russian intelligentsia (pp. 35-37). Ethnographers emphasized their authority in the village, issuing recommendations for improvement and using Party connections to secure resources and right social wrongs (p. 61). However, asserting their authority as scholars and airing unconventional opinions could bring social scientists into conflict with the Party. For example, the economist Vladimir Venzher was reprimanded for making off-the-cuff remarks on the efficacy of machine-tractor-stations (MTS) in Bulgaria in 1957, offering his opinion as as a scholar when he should have been speaking as a communist (pp. 49-60, 62).

In this mission to change society, social scientists were guided by “socialist realism,” a doctrine more commonly associated in Soviet historiography with literature and the arts. In Chapter 2, Haber examines how the anti-cosmopolitan campaign of the late 1940s, with its concomitant emphases on Marxism, patriotism and Party-mindedness (Partiinost’), led to the adoption of socialism realism in the fields of ethnography and statistics. The social sciences had been in crisis since the 1930s, with some scholars arguing that their disciplines would “wither away” under socialism; ethnography and statistics thus struggled to present themselves as “truly soviet sciences” (pp. 71-72). Haber argues that both ethnographers and statisticians faced a paradox: describing social reality “as it was” made them targets for accusations of cosmopolitanism, while describing it only “as it should be” led to accusations of being “divorced from practice” (pp. 102-103). Socialist realism allowed them to balance the competing demands of utopia and realism.

Chapter 3 focuses on ethnographers’ hunt for a typical village based on the socialist realist paradigm. Ethnographers looked for a village that preserved Russian national traditions, had an economy based on grain or cattle breeding, and was making strides in its cultural development. Economic success was not their primary consideration, leading them to reject “ideal” kolkhozes studied by other social scientists; as Haber argues, “in the search for a realized socialist realist master plot, scientists looked not for the perfect kolkhoz, but for one that germinated the seeds of a communist garden” (p. 119). However, their first choice, twin villages in Voronezh province, proved unsatisfactory because their economic development did not fit this narrative criterion, leading them to abandon the research site in 1952.

In the late 1940s, Soviet leaders criticized statistics for being overly focused on averages and not pointing to areas for improvement. Chapter 4 thus looks at the development of collective farm taxonomies and the debate over appropriate statistical measures of socialism. Indeed, as Haber points out, in the absence of a system of classification – i.e. farms were differentiated on the basis of size and district, but not on concrete conditions like soil and weather – the Soviet state could not make sense of the raw data it was collecting (p. 136). Statistics that supported the claim that farmers’ average pay were rising, for example, downplayed the fact that many farmers were paid little or no money for their work. Haber argues that there was an inherent tension between socialist realist discourse and economic rationality: the former rejected material motivation, while the latter assumed that people needed motivations rooted in self-interest. The clearest example of this tension was the workday (trudoden’), the non-cash payment offered to collective farmers (p. 154). The workday was supposed to produce an emotional affect because labor was ethicized in Soviet culture, but it had little to do with actual work performed and helped to keep peasants outside the money economy (p. 163). Social scientists identified a rural subject who worked tirelessly on behalf of communism, requiring no material incentives for his labor, an idealized image that corresponded to the socialist realist narrative but scarcely resembled reality.

Finally, Chapter 5 deals with the attempt to break free from the confines of socialist realism after the death of Stalin. Haber argues that post-Stalin agrarian reforms treated the peasant as a “liberal subject,” in other words, as a rational actor concerned with self-interest (p. 170). She chooses as a case study the reorganization of the MTS, which Khrushchev argued created a dual power structure in the countryside and had outlived their purpose (p. 171). This led to a national discussion on how best to reform them, culminating in the 1958 decision to sell the machinery directly to collective farms. Venzher had suggested this very measure to Stalin in the early 1950s and had been publicly rebuked for it. In the mid-1950s, he argued that peasants intuitively sensed the “law of value” and made rational economic decisions, as a result (pp. 180-185). Khrushchev formulated his MTS reform to comply with the liberal subject; if collective farms owned their own tools, according to this logic, they would labor more efficiently. In Haber’s view, post-Stalin agrarian reforms demonstrate the leadership’s acceptance of the “law of the market” and their realization that peasants’ labor, contrary to socialist realist depictions, was not benevolent (p. 187). But the allure of socialist realism remained strong, and Khrushchev eventually steered his reforms back toward utopian fantasy (p. 15).

Haber skillfully demonstrates how social science became implicated in the larger crisis of postwar Soviet governmentality and, as such, this dissertation will be of great interest to historians of the late Stalinist and Khrushchev eras, as well as scholars of the Soviet state. It provides crucial context for the direction of postwar and post-Stalinist agrarian reforms, illuminating how the regime arrived at the decision to offer increased material incentives to peasants and thus submit to market logic in order to solve the problem of agricultural productivity. Truly knowing and governing the countryside necessitated looking beyond idealized depictions of the peasant and his labor; however, as Haber emphasizes, the concrete knowledge the state demanded also laid bare inconvenient truths about the state of socialist agriculture.
 

bernardina

Moderator
Στο φως το «Ζωή και πεπρωμένο».

Τα δακτυλόγραφα του θρυλικού μυθιστορήματος του Βασίλι Γκρόσμαν «Ζωή και πεπρωμένο», ενός από τα αριστουργήματα του 20ού αιώνα που θεωρείται εφάμιλλο του «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι, καταχωνιασμένα για περισσότερα από πενήντα χρόνια στα αρχεία των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, βγήκαν επιτέλους στο φως!

Γραμμένο μεταξύ 1948 και 1960, το «Ζωή και πεπρωμένο», όπου ζωντανεύουν πάνω από 150 χαρακτήρες, είναι ένα ρεαλιστικό όσο και μεγαλειώδες πανόραμα της σοβιετικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στο βασικό αφηγηματικό κορμό του οποίου ενσωματώνονται πολλές δευτερεύουσες ιστορίες, συνδεδεμένες όλες με τα έργα και τις ημέρες μιας μεγάλης οικογένειας, από την προεπαναστατική ήδη εποχή. Για το ωκεάνιο αυτό έργο που, δυστυχώς, παραμένει αμετάφραστο στα ελληνικά, παρ' όλο που στη Δύση κυκλοφορεί εδώ και τρεις δεκαετίες, ο Γκρόσμαν άρδευσε από την προσωπική του εμπειρία στο μέτωπο, με την ιδιότητα του πολεμικού ανταποκριτή της επίσημης εφημερίδας του Κόκκινου Στρατού «Κόκκινο Αστέρι», δίνοντας, μεταξύ άλλων, συγκλονιστικές περιγραφές της μάχης του Στάλινγκραντ.

Το γεγονός ότι στο βιβλίο του εξέθετε τις αδυναμίες και τα λάθη του σοβιετικού καθεστώτος, εστιάζοντας στις συνθήκες καταπίεσης στα γκουλάγκ και στις εκκαθαρίσεις αντιφρονούντων τη δεκαετία του '30, επί σταλινικής τρομοκρατίας, έθεσε αμέσως το «Ζωή και πεπρωμένο» στο στόχαστρο των αρχών.

«Εχθρικό έργο»

Δύο μόλις μέρες αφ' ότου ο Γκρόσμαν έστειλε το χειρόγραφό του στον αρχισυντάκτη της λογοτεχνικής επιθεώρησης της Ενωσης Συγγραφέων, στην οποία ο ίδιος ήταν μέλος από το 1937, είδε δύο αξιωματούχους της KGB να εισβάλλουν στο σπίτι του και να κατάσχουν τα χειρόγραφά του, και ό,τι αντίγραφα είχε στα χέρια του. Στόχος τους δεν ήταν απλώς να αποτρέψουν την έκδοση του μυθιστορήματος αλλά να εξαφανίσουν κάθε ίχνος του, όπως συνέβη και στην περίπτωση του βιβλίου του Σολζενίτσιν «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ».

Τον Φεβρουάριο του 1962 ο Γκρόσμαν έγραψε στον Χρουστσόφ παρακαλώντας τον να «ελευθερώσει» το βιβλίο του και λίγο αργότερα γινόταν δεκτός από τον Μιχαήλ Σουσλόφ, μέλος του Πολιτικού Γραφείου και υπεύθυνο για ιδεολογικά ζητήματα. Ο Σουσλόφ επέμεινε πως το «Ζωή και πεπρωμένο» είναι έργο εχθρικό προς το σοβιετικό λαό και κατηγόρησε το δημιουργό του ότι εξομοιώνει το σοβιετικό καθεστώς με το ναζιστικό, ότι φιλοτεχνεί μια απεχθή εικόνα των κομμουνιστών, ότι εκδηλώνει συμπάθεια προς τον Θεό, τη θρησκεία και τον καθολικισμό, ότι υπερασπίζεται τον Τρότσκι και ότι αμφισβητεί τη νομιμότητα της σοβιετικής εξουσίας. Στην ίδια συνάντηση ο Σουσλόφ αναφέρθηκε στην «τεράστια ζημία» που είχε προκαλέσει στο καθεστώς ο Μπόρις Πάστερνακ και ισχυρίστηκε ότι το μυθιστόρημα του Γκρόσμαν είναι απείρως πιο νοσηρό και επικίνδυνο από το «Δόκτωρ Ζιβάγκο». Φέρεται μάλιστα να δήλωσε πως το «Ζωή και πεπρωμένο» θα 'μενε στην αφάνεια για διακόσια χρόνια τουλάχιστον...
 
A review of A Death Transformed: The Political and Social Consequences of Romas Kalanta’s Self Immolation, Soviet Lithuania, 1972, by Amanda Jeanne Swain.
(Dissertation Reviews)
(...)
In the first part (chapters 1, 2, 3, and 4) of the dissertation, Amanda Swain explores the competing narratives of the KGB (the Soviet Secret Police), the Communist Party, as well as young people in Soviet times. Many young people admitted to the KGB that they joined protest movements out of curiosity; this way downplaying their intentional involvement in the events. The Communist Party also emphasized the insufficient work it had done in educating Soviet Lithuanian youth. All parties – the KGB, the Communist Party, and the youth – did not address discontent with the Soviet system and Soviet everyday life. Amanda Swain is careful to point out that nationalist interpretations of the event were not unanimously shared and provides a careful analysis of what could count as a “nationalist” resistance during the 1972 events. She finds that youth fascination with modern lifestyles and Western goods, accessible through Soviet state-sponsored official youth culture and private (and not necessarily illegal) channels contributed to growing dissatisfaction with their everyday life. The 1972 demonstrations united young workers, high school and college students, and Komsomol (Communist Youth) members in their wish for individual freedom and for variously imagined change and a better life, which matured in the post-Stalin era.

In chapters 5 and 6, which focus on post-Soviet Lithuania, the author explores commemoration strategies advanced by the state and interpretations provided by Kalanta’s contemporaries, intellectuals, and scholars. Amanda Swain revisits the competing explanations on Kalanta’s death and state’s reframing of the events as civil resistance. In chapter 6 Amanda Swain argues attempts by scholars, intellectuals, musicians, and filmmakers to redefine the 1972 events within the Western framework of the “Sixties” and the “hippie movement” is another way to nationalize and Europeanize everyday history.

(...)
 
Παρουσίαση από τον James Pickett στο Dissertation Reviews της ενδιαφέρουσας διατριβής του Alfrid Bustanov: Settling the Past: Soviet Oriental Projects in Leningrad and Alma-Ata. Αφορά τη σχέση ιστορίας, αρχαιολογίας και εθνοτικής πολιτικής και ιδεολογίας της ΕΣΣΔ στο Καζακστάν.
 
Συλλογή εικόνων (χωρίς λεζάντες) του Νικολάι Γκέτμαν (1917-2004), ζωγράφου και τρόφιμου των στρατοπέδων δουλικής εργασίας της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών το 1947-1953, με θέμα τη ζωή και τις εντυπώσεις του από εκείνα τα χρόνια.

Άλμπουμ της Εφροσίνιγιας Κερσνόφσκαγιας (1908-1994), με εικόνες και κείμενο, που διηγείται τα χρόνια της στα παραπάνω στρατόπεδα. Είχε κυκλοφορήσει σε σαμιζντάτ το 1983. (gulag.su [su = Soviet Union, still in use])
 
Top