Ο πόλεμος που θα τελείωνε όλους τους πολέμους

Earion

Moderator
Staff member
Απόπειρες μνήμης

Το καλοκαίρι του 2014 απέχει ακριβώς έναν αιώνα από εκείνο το άλλο καλοκαίρι του 1914, που στάθηκε ορόσημο μιας αλλαγής δίχως προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία. Με αυτό έκλεισε μια ολόκληρη εποχή, εποχή ανόδου, παντοδυναμίας και θριάμβου της Ευρώπης και του πολιτισμού της (εποχή που δικαιολογημένα, και σαφέστατα αλαζονικά, ονομάστηκε Μπελ Επόκ), και η ανθρωπότητα βυθίστηκε σ’ έναν αποπνικτικό εφιάλτη, που ανέτρεψε ό,τι θεωρούνταν σταθερό και δεδομένο πρώτα πρώτα στην πνευματική αποσκευή του πολιτισμένου ανθρώπου (πρόοδος, ανθρωπιά, ορθολογισμός). Σήμερα, 28 Ιουνίου, συμπληρώνονται εκατό χρόνια από το πασίγνωστο γεγονός που λειτούργησε σαν πιστολιά του αφέτη σε μια κούρσα προς την παγκόσμια καταστροφή, τη δολοφονία στο Σεράγεβο. Η εκκίνηση της μνήμης με το κείμενο που ακολουθεί φιλοδοξεί να σας κεντρίσει το ενδιαφέρον.

Σεράγεβο: πιστολιές στην προκυμαία

Καμιά άλλη πολιτική δολοφονία στη σύγχρονη ιστορία δεν είχε τόσο τραγικές επιπτώσεις όσο η δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου, διαδόχου της αψβουργικής αυτοκρατορίας, από έναν Βόσνιο φοιτητή ονόματι Γκαβρίλο Πρίντσιπ, στο Σεράγεβο της Βοσνίας στις 28 Ιουνίου του 1914.

Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος ήταν ο πρώτος διάδοχος του θρόνου των Αψβούργων που έπεφτε θύμα πολιτικής δολοφονίας. Η βία και η ατομική τρομοκρατία εναντίον μελών του χιλιόχρονου Υψηλού Οίκου (Erzhaus) των Αψβούργων δεν ήταν κάτι συνηθισμένο στη διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας τους, ξαφνικά όμως τα περιστατικά πύκνωσαν στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν ένα κύμα εθνικιστικών διεκδικήσεων κατέκλυσε την αυτοκρατορία.

Σε αντίθεση με άλλες συνταγματικές μοναρχίες στη Δυτική Ευρώπη οι Αψβούργοι δεν φρόντισαν να εκσυγχρονίσουν το πολυεθνικό τους κράτος. Αρνούμενοι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και μεταχειριζόμενοι βία για να υπερασπιστούν τους θεσμούς τους, έρχονταν αντιμέτωποι όχι μόνο με μαζικά επαναστατικά κινήματα, όπως στην Ιταλία και την Ουγγαρία, αλλά και με πρακτικές ατομικής εξέγερσης όπως η δολοφονία.

Οι Ιταλοί, η πρώτη εθνότητα που εξεγέρθηκε κατά των Αψβούργων τον 19ο αιώνα, μεταχειρίστηκαν τη δολοφονία ως πολιτικό μέσο για να προωθήσουν τους εθνικιστικούς τους σκοπούς. Ο ηγέτης του ιταλικού δημοκρατικού εθνικιστικού κινήματος Ιωσήφ Μαντσίνι παρότρυνε τους συμπατριώτες και τις άλλες υποταγμένες εθνότητες στους κόλπους της αυτοκρατορίας να δολοφονήσουν τους αφέντες τους ως μέσο για ν’ ανοίξει ο δρόμος της εθνικής απελευθέρωσης.

Μεταξύ των Ιταλών που είχαν παραμείνει υπό την εξουσία των Αψβούργων μετά την ενοποίηση της Ιταλίας στα 1860 η παράδοση της δολοφονίας παρέμενε ζωντανή, και στα κρατικά αρχεία της Βιέννης υπάρχουν πολλές μυστικές αναφορές που βεβαιώνουν ότι Ιταλοί μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με Νοτιοσλάβους μετανάστες οργάνωναν περισσότερες από μία συνωμοσίες εναντίον του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ και του διαδόχου του Φραγκίσκου Φερδινάνδου, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα.

Οι Νεοβόσνιοι ήσαν μια από τις πολλές μυστικές εταιρείες Νοτιοσλάβων που ενεργούσαν εναντίον της αψβουργικής εξουσίας. Είχαν επαφές με παρόμοιες οργανώσεις στη Σλοβενία (τη μυστική εταιρεία Πρεπορόντ), την Κροατία και τη Δαλματία αλλά και με μυστικές εταιρείες στη Σερβία, ιδίως την εταιρεία «Ένωση ή Θάνατος» (Ujedinjenje ili smirt), γνωστότερη λαϊκά ως Μαύρη Χειρ, επικεφαλής της οποίας ήταν ο συνταγματάρχης Ντραγκούτιν Ντιμιτρίεβιτς, με το ψευδώνυμο Άπις, προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πληροφοριών του σερβικού Γενικού Επιτελείου.

Παρότι οι δολοφόνοι του Σεράγεβου ήταν Βόσνιοι, και επομένως Αυστριακοί υπήκοοι, και παρότι είχαν εξυφάνει συνωμοσίες εναντίον αυτοκρατορικών αξιωματούχων επί πολλά χρόνια, τρία ηγετικά μέλη της συνωμοσίας, οι Πρίντσιπ, Τσαμπρίνοβιτς και Γκραμπέζ, ταξίδεψαν στο Σεράγεβο από το Βελιγράδι οπλισμένοι με πιστόλια και βόμβες τις οποίες προμηθεύτηκαν —μέσω κάποιων νεαρών Βόσνιων— από τον ταγματάρχη Βόισλαβ Τάνκοσιτς, έναν από τους ηγέτες της Μαύρης Χειρός.

Παρά το ότι οι Νεοβόσνιοι και η Μαύρη Χειρ συμμερίζονταν τον κοινό στόχο της εθνικής απελευθέρωσης, διέφεραν στη φιλοσοφία τους και στον τρόπο προσέγγισης των εσωτερικών προβλημάτων της νοτιοσλαβικής κοινωνίας. Ο συνταγματάρχης Άπις ήταν ένας στρατοκράτορας και πανσερβιστής, που ήθελε η Σερβία να κατέχει προνομιακή θέση μεταξύ των χωρών των Νοτίων Σλάβων, κάπως σαν τη θέση που απολάμβανε η Πρωσία μεταξύ των υπόλοιπων κρατών της Γερμανίας. Οι Νεοβόσνιοι επαγγέλλονταν την εξέγερση εναντίον όχι μόνο της ξένης κυριαρχίας αλλά και της δικής τους κοινωνίας. Ήταν αναρχικοί και αθεϊστές. Οραματίζονταν μια νοτιοσλαβική ομοσπονδία με όλη τη σημασία της λέξης.

Αγώνας για ζωή και θάνατο

Τις παραμονές της 28ης Ιουνίου 1914 η Μαύρη Χειρ ήταν μπλεγμένη σ’ έναν αγώνα ζωής και θανάτου με τη σερβική κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός Πάσιτς έβλεπε τον συνταγματάρχη Άπις και την ομάδα του σαν ένα είδος φρουράς πραιτοριανών που απειλούσε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Σερβίας. Ο συνταγματάρχης Άπις είχε σχεδιάσει πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης τον Απρίλιο του 1914, αλλά η συνωμοσία αποκαλύφθηκε εγκαίρως και αποτράπηκε.

Η σερβική κυβέρνηση δεν είχε λόγο να προκαλέσει σύγκρουση με την Αυστρο-Ουγγαρία το 1914. Μετά από δύο βαλκανικούς πολέμους και μία αλβανική ανταρσία (όταν στασίασαν αλβανικές μονάδες του σερβικού στρατού) ο σερβικός στρατός ήταν αποδεκατισμένος και με πολλές ελλείψεις σε όπλα και πυρομαχικά για οποιουδήποτε είδους σύγκρουση. Η χώρα είχε μεγάλη ανάγκη από ειρήνη. Όπως αποδεικνύεται από σερβικά έγγραφα, η σερβική κυβέρνηση έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να αποφευχθεί και το παραμικρό επεισόδιο στη διάρκεια της επίσκεψης του αρχιδούκα στη Βοσνία. Οι πολιτικές αρχές στα σύνορα την ειδοποίησαν ότι κάποια μέλη της Μαύρης Χειρός περνούσαν λαθραία όπλα στο αυστρο-ουγγρικό έδαφος. Αμέσως ξεκίνησε έρευνα στρεφόμενη κατά του Άπις, που αρνήθηκε ότι άνδρες του είχαν εμπλακεί σε τέτοιου είδους δραστηριότητες.

Υπάρχει η θεωρία ότι η αναμέτρηση ισχύος μεταξύ Πάσιτς και Άπις οδήγησε τον τελευταίο να εγκρίνει την παράδοση των όπλων από τον Τάνκοσιτς στους δολοφόνους του Σεράγεβου. Φαίνεται πως ο Άπις δεν περίμενε ότι ο Πρίντσιπ και οι συνεργοί του θα κατάφερναν να σκοτώσουν τον αρχιδούκα, πίστευε όμως ότι οι προσπάθειές τους θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μείζονα ένσταση στις σχέσεις μεταξύ της κυβέρνησης Πάσιτς και της Βιέννης, και ότι οι επιπλοκές θα αδυνάτιζαν ακόμη περισσότερο τη θέση του Πάσιτς απέναντί του. Η θεωρία αυτή ενισχύθηκε από τη δήλωση του Τάνκοσιτς, όταν τον συνέλαβαν μετά την παράδοση του αυστριακού τελεσιγράφου στη Σερβία. Ένας στρατηγός που ήταν παρών στη σύλληψη ρώτησε: «Γιατί το έκανες αυτό;», κι ο Τάνκοσιτς απάντησε: «Για να χολώσω τον Πάσιτς».

Ενώ είναι βέβαιο ότι η Σερβία δεν είχε καμία διάθεση να εμπλακεί σε διενέξεις το καλοκαίρι του 1914, το ίδιο δεν μπορεί να υποστηριχθεί για την Αυστρο-Ουγγαρία· εκείνη διακατεχόταν από μιαν έμμονη ιδέα με τα νότια σύνορά της, τα Βαλκάνια και τη Αδριατική. Η περιοχή αυτή ήταν καίρια σε σπουδαιότητα για την επεκτεινόμενη βιομηχανία της Αυστρο-Ουγγαρίας και το εμπόριό της. Κεφάλαια από τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη επενδύονταν σε έργα κατασκευής σιδηροδρόμου μέχρι και την Τουρκία, το Αυστριακό Λόυδ ήταν μια από τις σπουδαιότερες ατμοπλοϊκές εταιρείες, διεκπεραιώνοντας την εμπορική κίνηση από την Τεργέστη και το Φιούμε ώς τη Μέση Ανατολή, και η Τεργέστη ανταγωνιζόταν με επιτυχία τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά λιμάνια. Ωστόσο την ίδια στιγμή η εξάρτηση της Αυστρο-Ουγγαρίας από τη Γερμανία μεγάλωνε. Οι μισές από τις εξαγωγές της Αυστρο-Ουγγαρίας κατευθύνονταν στη Γερμανία. Γερμανικά κεφάλαια, δάνεια και πιστώσεις είχαν φτάσει να ελέγχουν την κατάσταση στη Βιέννη. Έτσι ολόκληρη η επέκταση της Αυστρο-Ουγγαρίας απαιτούσε τη συνεργασία της Γερμανίας.

Η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ευρωπαϊκών δυνάμεων εντεινόταν καθώς πλησίαζε το 1914. Γερμανία και Αυστρο-Ουγγαρία υποχρεώνονταν να ακολουθούν κοινή πολιτική στα Βαλκάνια. Γαλλία και Γερμανία ανταγωνίζονταν ενεργά στην περιοχή, προσφέροντας κρατικά δάνεια και συμβόλαια για στρατιωτικούς εξοπλισμούς στα κράτη των Βαλκανίων. Την ίδια στιγμή η Ρωσία ενίσχυε την επιρροή της προωθώντας συμμαχία μεταξύ της Σερβίας, της Βουλγαρίας, της Ελλάδας και του Μαυροβουνίου όχι μόνο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και εναντίον της Αυστρο-Ουγγαρίας. Το τελευταίο εξάμηνο πριν την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οι όποιες διαφορές μεταξύ Βερολίνου και Βιέννης στα ζητήματα των Βαλκανίων, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τη Σερβία, εξαφανίστηκαν.

Σε αρκετές περιστάσεις μεταξύ 1908 και 1913 η Γερμανία είχε συμβουλέψει τη Βιέννη να συγκρατήσει την πίεσή της επί της Σερβίας, ασφαλώς από την ανησυχία μήπως μια τοπική σύγκρουση διογκωθεί τόσο που να εμπλέξει σ’ αυτήν ολόκληρη την Ευρώπη. Αλλά από τα τέλη του 1913 και μετά η Γερμανία ήταν πολύ καλύτερα προετοιμασμένη για γενικευμένο πόλεμο με ευρωπαϊκές δυνάμεις, κι έτσι μπορούσε να επιτρέψει —ίσως ακόμα και να παροτρύνει— τη Βιέννη να ακολουθήσει αυστηρότερη γραμμή έναντι της Σερβίας.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1913 ξέσπασε ανταρσία στους αλβανικούς πληθυσμούς που ζούσαν σε σερβικά εδάφη και οι εξεγερμένοι προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στα σερβικά στρατεύματα. Το Βελιγράδι κατηγόρησε την Αυστρο-Ουγγαρία ότι υποκίνησε αυτές τις ταραχές και μετά την καταστολή της ανταρσίας μονάδες του σερβικού στρατού διάβηκαν τα σύνορα και μπήκαν στην Αλβανία. Η Αυστρο-Ουγγαρία επέδωσε τελεσίγραφο στη Σερβία στις 17 Οκτωβρίου 1913, απαιτώντας να αποσυρθούν τα στρατεύματα.

Αυτή η κρίση του Οκτωβρίου του 1913 σηματοδότησε μια βασική μεταβολή στη συμπεριφορά της γερμανικής κυβέρνησης στο θέμα της πιθανής σύγκρουσης μεταξύ Αυστρο-Ουγγαρίας και Σερβίας. Ο αρχηγός του αυστριακού Γενικού Επιτελείου στρατηγός Κόνραντ φον Χαίτσεντορφ μίλησε με τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο, ο οποίος «ενθάρρυνε την Αυστρία να εισβάλει στη Σερβία, και εξέφρασε την πεποίθησή του ότι οι υπόλοιπες δυνάμεις δεν θα παρενέβαιναν».

Ο Φραγκίσκος Φερδινάνδος ήταν ένθερμος υποστηρικτής ενός προληπτικού πολέμου με τη Σερβία. Οι απόψεις του στο θέμα αυτό ταυτίζονταν με του Χαίτσεντορφ και των άλλων στρατηγών που εισηγούνταν επιθετική εξωτερική πολιτική. Σύμφωνα με έναν ιστορικό, «στο δεκαεπτάμηνο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1913 και 1ης Ιουνίου 1914 ο Χαίτσεντορφ, σύμφωνα με δικές του δηλώσεις, εισηγήθηκε πόλεμο κατά της Σερβίας ούτε λίγο ούτε πολύ είκοσι πέντε φορές».

Το ότι η στάση του Φραγκίσκου Φερδινάνδου έναντι της Σερβίας έγινε οριστική φαίνεται επίσης και από τις Οδηγίες Εσωτερικής Πολιτικής που εξέδωσε, και στις οποίες δήλωνε ότι ο πόλεμος με τη Σερβία ήταν βέβαιος. Πρόθεσή του επίσης ήταν να προσαρτήσει τη Σερβία, όπως γίνεται φανερό από τους αυτοκρατορικούς και βασιλικούς τίτλους που απαριθμούνται στο προσχέδιο της Αυτοκρατορικής Διακήρυξής του, την οποία θα διάβαζε στην οριστική της μορφή όταν θα διαδεχόταν τον Φραγκίσκο Ιωσήφ.



Φραγκίσκος Φερδινάνδος (1875-1914)

Η μοιραία ανακοίνωση


Η απόφαση του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου να επισκεφθεί τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη τον Ιούνιο του 1914 βασιζόταν σε στρατιωτικούς, πολιτικούς και προσωπικούς υπολογισμούς. Στις δύο πρωτεύουσες είχαν προγραμματιστεί μεγάλες θερινές στρατιωτικές ασκήσεις. Ως Γενικός Επιθεωρητής των ενόπλων δυνάμεων της αυτοκρατορίας, ο αρχιδούκας αναμενόταν να τις παρακολουθήσει. Κατά παράδοση έπρεπε να παρασταθεί ο ίδιος ο αυτοκράτορας, αλλά λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του παρήγγειλε στον αρχιδούκα να τον αντιπροσωπεύσει.

Τα νέα της επίσκεψης του Φραγκίσκου Φερδινάνδου έγιναν γνωστά σε αγγελία που δόθηκε στον τύπο στα μέσα Μαρτίου του 1914 κι αυτό παρακίνησε τους Νεοβόσνιους και τις άλλες νοτιοσλαβικές μυστικές εταιρείες να εντείνουν τις προσπάθειές τους.

Ωστόσο η εξιστόρηση της δολοφονίας του Σεράγεβου δείχνει ότι επρόκειτο για την πιο ερασιτεχνική συνωμοσία των νεότερων χρόνων. Οι συνωμότες ήσαν εφτά, όλοι τους αποφασισμένοι να φέρουν σε πέρας το σκοπό τους, αλλά η επιτυχία της συνωμοσίας οφειλόταν πρώτα και κύρια στην τύχη. Καταρχήν τα μέτρα ασφαλείας για την επίσκεψη του αρχιδούκα στη Βοσνία δεν ήταν διόλου εντυπωσιακά. Ο ίδιος ο αρχιδούκας έδειξε μοιρολατρική απάθεια σε μια προειδοποίηση που έλαβε. Όταν κάποιος φίλος του του επέστησε την προσοχή ότι μπορούσε να δολοφονηθεί στο Σεράγεβο, απάντησε αναστενάζοντας: «Είμαι βέβαιος ότι η προειδοποίησή σου είναι δικαιολογημένη, αλλά δεν θ’ αφεθώ να με βάλουν στη γυάλα. Η ζωή μας είναι διαρκώς σε κίνδυνο. Οι φόβοι και τα μέτρα σού παραλύουν τη ζωή. Είναι επικίνδυνο πράγμα να φοβάσαι. Ας στηριχτούμε στο Θεό».

Παρά την εκρηκτική ατμόσφαιρα (η ημέρα της δολοφονίας ήταν η Βίντοβνταν, η ημέρα της μεγαλύτερης σερβικής εορτής, η ημέρα του αγίου Βίτου*) οι προφυλάξεις ασφαλείας ήταν περίπου ανύπαρκτες, ιδίως συγκρινόμενες με την αστυνομική προστασία που είχε δοθεί στον αυτοκράτορα κατά την επίσκεψή του στο Σεράγεβο το 1910. Για την επίσκεψη του Φραγκίσκου Ιωσήφ η διαδρομή από την οποία θα περνούσε πλαισιωνόταν από διπλή γραμμή στρατιωτών, ενώ για τον αρχιδούκα τέτοια συνοδεία δεν υπήρχε, παρότι 70.000 στρατιώτες βρίσκονταν στα περίχωρα της πόλης για τις ασκήσεις. Όταν έφτασε ο αυτοκράτορας, εκατοντάδες ύποπτοι πολίτες διατάχθηκαν να μη βγουν απ’ τα σπίτια τους, αλλά για την επίσκεψη του Φραγκίσκου Φερδινάνδου τέτοια μέτρα δεν πάρθηκαν.

Η αστυνομία του Σεράγεβου, απολογούμενη, έριξε το φταίξιμο στον στρατηγό Όσκαρ Ποτιόρεκ, στρατιωτικό διοικητή της Βοσνίας, και στη στρατιωτική επιτροπή για την υποδοχή του αρχιδούκα. Η αστυνομία είχε προετοιμάσει ειδικό υπόμνημα για τη δραστηριότητα των Νεοβόσνιων, αλλά την επέπληξαν ότι είχε τρομοκρατηθεί από «παιδάρια». Τη προηγουμένη της 28ης Ιουνίου η αστυνομία προειδοποίησε και πάλι να μην επισκεφτεί ο αρχιδούκας την πόλη ανήμερα του αγίου Βίτου. Αλλά ο πρόεδρος της επιτροπής υποδοχής, ένας αξιωματικός του στρατού, παραμέρισε την προειδοποίηση λέγοντας: «Μην ανησυχείτε. Αυτά τα αποβράσματα δεν θα τολμήσουν να κάνουν το παραμικρό».

«Τα μέτρα ασφαλείας της 28ης Ιουνίου θα επαφίενται στη βούληση της Θείας Πρόνοιας», ήταν η απάντηση ενός ανώτερου αξιωματούχου της αστυνομίας. Με δική της πρωτοβουλία η αστυνομία εξέδωσε διαταγές στους 120 άνδρες της (επικουρούμενους από λιγοστούς αστυνομικούς της Τεργέστης και της Βουδαπέστης), να έχουν στραμμένα τα πρόσωπά τους προς το πλήθος, καθώς η αυτοκρατορική συνοδεία θα περνούσε μέσα απ’ τους δρόμους του Σεράγεβου. Αλλά 120 άνδρες σε μια διαδρομή έξι χιλιομέτρων δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά.



Ήταν η ώρα 10.10 το πρωί της 28ης Ιουνίου και, καθώς το αυτοκίνητο του αρχιδούκα περνούσε έξω από το κεντρικό κτήριο της αστυνομίας του Σεράγεβου, ο στρατηγός Ποτιόρεκ, που βρισκόταν στο αυτοκίνητο μαζί με τον αρχιδούκα και τη σύζυγό του, τους έδειχνε το κτήριο του καινούργιου στρατώνα. Τη στιγμή εκείνη ένας νεαρός άντρας μ’ ένα μακρύ μαύρο πανωφόρι και μαύρο καπέλο, ο Τσαμπρίνοβιτς, ρώτησε έναν αστυνομικό σε ποιο από τα αυτοκίνητα επέβαινε ο αρχιδούκας. Δευτερόλεπτα μετά αφαίρεσε το καπάκι μιας χειροβομβίδας, χτυπώντας την σ’ ένα μεταλλικό φανοστάτη δίπλα στην προκυμαία, και την πέταξε προς το αυτοκίνητο του αρχιδούκα. Ο οδηγός είδε ένα μαύρο αντικείμενο να ίπταται προς αυτόν και αύξησε την ταχύτητα. Η χειροβομβίδα έπεσε στη διπλωμένη οροφή στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Ο αρχιδούκας έκανε μια κίνηση με το αριστερό του χέρι για να προστατέψει τη δούκισσα σύζυγό του κι έδιωξε το βλήμα, που κύλισε έξω από το αυτοκίνητο στο οδόστρωμα και έσκασε κάτω από τον πίσω αριστερό τροχό του επόμενου αυτοκινήτου. Τη στιγμή που εκρηγνυόταν η βόμβα η δούκισσα αναπήδησε στη θέση της. Ο αρχιδούκας αντιλήφθηκε ότι τα υπόλοιπα αυτοκίνητα δεν τους ακολουθούσαν και διέταξε τον σοφέρ να σταματήσει. Δύο αξιωματικοί είχαν τραυματιστεί, ο ένας σοβαρά. Αστυνόμοι και μυστικοί περιέτρεχαν το σημείο συλλαμβάνοντας όσους περισσότερους παριστάμενους μπορούσαν. Περίπου 20 άτομα κείτονταν στο οδόστρωμα τραυματισμένα, μερικά σοβαρά. Μια γυναίκα που παρακολουθούσε την πομπή από το μπαλκόνι του υπνοδωματίου της είχε χτυπηθεί στο πρόσωπο και το τύμπανο του αφτιού της είχε συντριβεί από την έκρηξη.

Ενώ το αυτοκίνητο του διαδόχου δεν είχε πάψει να είναι στόχος κι άλλων επίδοξων δολοφόνων, η δούκισσα παραπονέθηκε ότι ένιωθε πόνο χαμηλά στο σβέρκο της, κοντά στην ωμοπλάτη. Ο αρχιδούκας εξέτασε το σημείο και είδε ότι το δέρμα είχε σκιστεί. Ύστερα ακούστηκε να λέει: «Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι τρελός. Κύριοι, ας συνεχίσουμε κατά το πρόγραμμα».

Η αυτοκινητοπομπή διευθύνθηκε προς το δημαρχείο κι εκεί, μετά την τελετή, ο αρχιδούκας αποφάσισε να τροποποιήσει τη διαδρομή του και να επισκεφθεί έναν από τους τραυματισμένους αξιωματικούς στο νοσοκομείο. Τα αυτοκίνητα κινήθηκαν κατά μήκος της προκυμαίας με μεγαλύτερη ταχύτητα. Όταν όμως το πρώτο από αυτά, στο οποίο επέβαινε ο διευθυντής των μυστικών, έφτασε στη γωνία της προκυμαίας και της λεωφόρου Φραγκίσκου Ιωσήφ, έστριψε δεξιά, σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο. Το δεύτερο αυτοκίνητο το ακολούθησε. Είχε μέσα τον αρχηγό της αστυνομίας και τον δήμαρχο.

Ποιος έκανε το λάθος αυτό και κατά πόσο ήταν τυχαίο ή εσκεμμένο παραμένει ένα από τα αμφισβητούμενα της υπόθεσης. Ο οδηγός του αυτοκινήτου του αρχιδούκα ήταν έτοιμος να τους ακολουθήσει, όταν ο στρατηγός Ποτιόρεκ άρχισε να του φωνάζει: «Τι είναι όλ’ αυτά; Σταμάτα! Πήρες λάθος δρόμο. Πρέπει να ακολουθήσουμε την προκυμαία».

Πατώντας με δύναμη το φρένο, ο οδηγός σταμάτησε το αυτοκίνητο ακριβώς μπροστά από ένα μαγαζί. Το πεζοδρόμιο μπροστά του ήταν γεμάτο κόσμο. Τη στιγμή εκείνη ένας κοντός νεαρός με μακριά μαλλιά και γαλάζια μάτια σε βαθιές κόχες έβγαλε από την τσέπη του ένα περίστροφο. Ένας αστυνόμος διέβλεψε τον κίνδυνο και έκανε μια κίνηση να του αρπάξει το χέρι, αλλά δέχτηκε ένα χτύπημα από κάποιον που στεκόταν παραδίπλα, προφανώς συνένοχο του δολοφόνου. Ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ο δολοφόνος βρισκόταν πολύ κοντά, μόλις λίγα μέτρα από το στόχο του.



Γκαβρίλο Πρίντσιπ (1894-1918)

Στην αρχή φάνηκε πως κι αυτή η απόπειρα είχε αποτύχει. Ο στρατηγός Ποτιόρεκ γυρνώντας είδε και τους δύο, τον αρχιδούκα και τη δούκισσα, να στέκονται ακίνητοι στα καθίσματά τους. Καθώς όμως το αυτοκίνητο έκανε αναστροφή πάνω στην προκυμαία, η δούκισσα έπεσε πάνω στον αρχιδούκα και ο Ποτιόρεκ διέκρινε στο στόμα του αίμα. Διέταξε τον σοφέρ να οδηγήσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο Κονάκι (το κυβερνείο).

Ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε το αυτοκρατορικό ζεύγος, Φραντς, κόμης φον Χάρραχ, που βρισκόταν και αυτός στο μπροστινό κάθισμα με τον σοφέρ, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Νά τι θυμόταν από τη σκηνή: «Καθώς έβγαζα το μαντίλι μου για να σκουπίσω το αίμα από το στόμα του αρχιδούκα, η υψηλότητά της η δούκισσα φώναξε: “Για τ’ όνομα του Θεού, τι σου συνέβη;” Έπειτα το σώμα της έγειρε κι έπεσε πάνω στον αρχιδούκα με το κεφάλι της στα γόνατά του. Δεν είχα καταλάβει πως είχε χτυπηθεί και νόμισα πως λιποθύμησε από το σοκ. Η υψηλότητά του ψέλλισε: “Σοφίκα, Σοφίκα**, μην πεθαίνεις. Ζήσε για τα παιδιά μας”. Τότε έπιασα τον αρχιδούκα από το κολάρο του χιτωνίου του, για να προλάβω το κεφάλι του να μη γείρει μπροστά, και τον ρώτησα: “Υψηλότατε, πονάτε πολύ;” κι εκείνος μου απάντησε “Δεν είναι τίποτα”. Το πρόσωπό του στράβωσε και επανέλαβε έξι ή εφτά φορές, κάθε φορά και πιο ξέπνοα, χάνοντας όλο και περισσότερο τις αισθήσεις του, “Δεν είναι τίποτα”. Ακολούθησε μια σύντομη παύση κι έπειτα μια σύσπαση κι ένας ρόγχος στο λάρυγγα, από το αίμα που έχανε. Μέχρι να φτάσουμε στο Κονάκι όλα είχαν τελειώσει. Τα δύο σώματα μεταφέρθηκαν αναίσθητα στο κτήριο, όπου σύντομα διαπιστώθηκε ο θάνατός τους».

Ένας Γερμανός ιησουίτης, ο πατήρ Αντώνιος Πούντιγκαμ, κι ένας φραγκισκανός κλήθηκαν να παρουσιαστούν.

Πρώτη πέθανε η δούκισσα. Μια από τις σφαίρες, που προοριζόταν για τον κυβερνήτη, είχε διαπεράσει το πλαϊνό του αμαξώματος, είχε τρυπήσει τον κορσέ της και είχε σφηνωθεί στο δεξί της πλευρό. Ο αρχιδούκας εξέπνευσε έπειτα από λίγο διάστημα. Μια σφαίρα είχε διατρυπήσει το δεξί κολάρο του χιτωνίου του, έκοψε την αρτηρία του λαιμού και σταμάτησε στη σπονδυλική του στήλη. Η γρήγορη οδήγηση ώς το Κονάκι πρέπει να χειροτέρεψε την κατάστασή τους.

Είχε φτάσει 11.30 πρωί της 28ης Ιουνίου 1914. Το σώμα της δούκισσας κειτόταν στο κρεβάτι του κυβερνήτη, όπου την είχαν μεταφέρει μετά το θάνατό της. Το σώμα του αρχιδούκα βρισκόταν σ’ ένα διπλανό δωμάτιο στο απομονωνόμενο και περιφραγμένο Κονάκι, ένα κτήριο από την εποχή της τουρκικής διοίκησης. Το κολάρο του ήταν ανοιχτό και φαινόταν μια χρυσή αλυσίδα απ’ την οποία κρέμονταν εφτά φυλαχτά με δέσιμο από χρυσό και πλατίνα. Το καθένα από τα φυλαχτά ήταν για να τον προστατεύει από διαφορετικό είδος κακού. Τα μανίκια του ήταν ανασηκωμένα και στον αριστερό βραχίονα διακρινόταν ένα τατουάζ μ’ ένα κινεζικό δράκο σε διάφορα χρώματα. Γύρω απ’ το λαιμό της δούκισσας φαινόταν μια χρυσή αλυσίδα μ’ ένα μάλλινο σακουλάκι που περιείχε άγια λείψανα για προστασία από ασθένειες και ατυχίες. Οι καμπάνες των εκκλησιών του Σεράγεβου, η μια μετά την άλλη, άρχισαν να χτυπούν.



Η ματωμένη στολή του αρχιδούκα

Η έρευνα που διεξήχθη στο Σεράγεβο μετά τη δολοφονία δεν αποκάλυψε στοιχεία για πιθανή ενοχή της σερβικής κυβέρνησης. Ειδικός απεσταλμένος από τη Βιέννη, από το Υπουργείο Εξωτερικών, ο Φρήντριχ φον Βίζνερ, έφτασε στο Σεράγεβο στις 10 Ιουλίου του 1914 για να μελετήσει το υλικό της έρευνας και να διαπιστώσει αν η σερβική κυβέρνηση βαρυνόταν με μέρος της ευθύνης για τη δολοφονία. Στις 13 Ιουλίου ο Βίζνερ τηλεγράφησε: «Δεν υπάρχει στοιχείο που να υποδεικνύει συνενοχή της σερβικής κυβέρνησης είτε στη δολοφονία είτε στην προπαρασκευή της είτε στην προμήθεια των όπλων. Ούτε υπάρχει τίποτε που να επιτρέπει ακόμα και να υποθέσει κανείς τέτοιο πράγμα. Απεναντίας, υπάρχουν αποδείξεις που φαίνεται να αποκλείουν το θέμα της συνενοχής. Εάν οι επικρατούσες κατά τη στιγμή της αναχώρησής μου προθέσεις εξακολουθούν να υφίστανται, θα μπορούσαν να διατυπωθούν απαιτήσεις ως προς τα εξής:

Να τιμωρηθούν οι συνένοχοι Σέρβοι κυβερνητικοί υπάλληλοι που διοχέτευσαν λαθραία ανθρώπους και υλικό μέσω των συνόρων.
Να απολυθούν οι αξιωματούχοι των σερβικών συνοριακών υπηρεσιών στις πόλεις Σάμπατς και Λόζνιτσα για λαθραία εξαγωγή ανθρώπων και υλικών διά των συνόρων.
Να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των Τσιγκάνοβιτς και Τάνκοσιτς».

Το ενδιαφέρον είναι ότι και οι γερμανικές αρχές έφτασαν σε παρόμοιο συμπέρασμα. Ο πρώην καγκελάριος Μπύλοφ έγραψε στα απομνημονεύματά του:

«Μολονότι η απεχθής δολοφονία ήταν έργο μια σερβικής μυστικής εταιρείας με παρακλάδια σε όλη τη χώρα, πολλές λεπτομέρειες αποδεικνύουν ότι η σερβική κυβέρνηση ούτε την προκάλεσε ούτε την επιθυμούσε. Οι Σέρβοι ήταν εξαντλημένοι από δύο πολέμους. Ακόμη και οι πιο θερμοκέφαλοι ανάμεσά τους θα κοντοστέκονταν στη σκέψη ενός πολέμου με την Αυστρο-Ουγγαρία, που ήταν τόσο συντριπτικά ισχυρότερη, ιδίως αφού στα νώτα των Σέρβων βρίσκονταν οι μνησίκακοι Βούλγαροι και οι αναξιόπιστοι Ρουμάνοι. Τουλάχιστον έτσι συνόψιζε την κατάσταση ο Φον Γκρήζινγκερ, ο πρεσβευτής μας στο Βελιγράδι, το ίδιο και οι ανταποκριτές των κυριότερων γερμανικών εφημερίδων».

Όμως το αληθινό πρόβλημα που η δολοφονία στο Σεράγεβο έφερνε στο προσκήνιο δεν ήταν η ενοχή ή αθωότητα της Σερβίας, γιατί και το παραμικρό σχεδόν επεισόδιο μπορούσε να πυροδοτήσει τις επιθετικές ορέξεις της Αυστρο-Ουγγαρίας κατά της Σερβίας, με απροσμέτρητες επιπτώσεις σε διεθνές επίπεδο. Ο θάνατος του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου ήταν γραφτό να ξεπλυθεί με περισσότερο ευρωπαϊκό αίμα απ’ όσο κι ο ίδιος, ο ηγέτης της φιλοπόλεμης μερίδας της Αυστρίας, θα είχε ποτέ επιθυμήσει.

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Βλαντιμίρ Ντεντιγέρ, από το Purnell's History of the First World War, τόμ. 1 (σε μετάφραση δική μου).

* Vidovdan, η εθνική εορτή των Σέρβων, επέτειος της Μάχης του Κοσσυφοπεδίου (1389) και απαρχή του εθνικιστικού τους οράματος
** Sopherl! Sopherl! Sterbe nicht! Bleibe am Leben für unsere Kinder!



Το μοιραίο αυτοκίνητο, η μαύρη λιμουζίνα (για την ακρίβεια διπλό παετόνι) Gräf & Stift 28/32 PS, μοντέλο 1911 (Μουσείο Στρατιωτικής Ιστορίας, Βιέννη)



 
Last edited:

bernardina

Moderator
Πολύ σ' ευχαριστούμε γι' αυτό το υποδειγματικά μεταφρασμένο, ολοζώντανο κομμάτι Ιστορίας, Εαρίωνα.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Αργήσαμε να ασχοληθούμε με αυτή τη θλιβερή εφετινή επέτειο και τις συνέπειές της και η εισαγωγή σου, Εάριον, είναι ίσως η καλύτερη δυνατή για να μας τη θυμίσει. Ευχαριστούμε!
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Αφιέρωμα στη νεριτ:

Σήμερα, Σάββατο 28 Ιουνίου στις 14.00 θα μεταδοθεί το ντοκιμαντέρ του BBC«Ήμουν Εκεί, ο μεγάλος πόλεμος» (Ι was there, the Great War Interviews), παραγωγής 2014.

Πρόκειται για ένα συγκινητικό αφιέρωμα στο ανθρώπινο πρόσωπο του πολέμου, μέσα από τα εκθέματα του Αυτοκρατορικού Μουσείου Πολέμου (Imperial War Museum) στο Λονδίνο - ένας εξαιρετικός θησαυρός που βασίζεται σε μαρτυρίες αυτοπτών κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το ντοκιμαντέρ αποτελεί ένα μικρό απόσπασμα της σειράς-ορόσημο του BBC με τίτλο «The Great War» που γυρίστηκε πριν από 50 χρόνια. Μέσα από τις συνεντεύξεις, ζωντανεύουν η φρίκη των βομβαρδισμών, η αγωνία των νεαρών ανδρών που αναγκάστηκαν να γίνουν δολοφόνοι, τα μικρά διαστήματα ειρήνης στα πεδία των μαχών και οι σπαρακτικές ιστορίες γυναικών που έχασαν στο μέτωπο τους κοντινούς τους ανθρώπους.


Αύριο, Κυριακή 29 Ιουνίου στις 13.15 η ΝΕΡΙΤ θα μεταδώσει σε μαγνητοσκόπηση τη συναυλία που θα δώσει την προηγουμένη (28.06.14) η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης στο Σαράγεβο.

Υπό τη διεύθυνση του Franz Welser-Möst, η Φιλαρμονική της Βιέννης με τη συμμετοχή της Χορωδίας του Εθνικού Θεάτρου του Σαράγεβο, θα ερμηνεύσει έργα Joseph Haydn, Johannes Brahms, Franz Schubert, Maurice Ravel κ.α., σε μια προσεγμένη τηλεοπτική συμπαραγωγή της EBU, που επιμελήθηκαν οι δημόσιες τηλεοράσεις της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης (BHRT), της Γαλλίας (France Télévisions) και της Γερμανίας (ZDF).

Η συναυλία θα δοθεί μπροστά από την Εθνική Βιβλιοθήκη Vijećnica της βοσνιακής πρωτεύουσας – ένα σημείο υψηλού συμβολισμού, αφού μόλις λίγα μέτρα μακρύτερα δολοφονήθηκε το 1914 ο αρχιδούκας Φερδινάνδος, γεγονός που πυροδότησε και την έκρηξη του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου.
 

nickel

Administrator
Staff member
Γέμισε πανέμορφα το μεσημέρι μου. Πολύ διαβαστερή μετάφραση και από δυσεύρετη πηγή μάλιστα. Ενδιαφέρον έχει η ταυτότητα του συγγραφέα, Vladimir Dedijer.

Ευχαριστούμε πολύ!
 

nickel

Administrator
Staff member
Λοιπόν, εσύ απάντησες σε μια επιθυμία μου (να βρω ένα τέτοιο What if). Να δω τώρα αν απάντησε και το κείμενο στις απορίες μου.
 

nickel

Administrator
Staff member
Επειδή στο κλείσιμο της συναυλίας του Σεράγεβου η Ωδή ήταν χωρίς ωδή, προτιμώ αυτό:

 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Είχε περίεργο μενού η συναυλία στο Σεράγεβο. Σύμφωνα με το πρόγραμμα ...the concert, which features a musical program with strong connections to the historical events of 1914-1918, inviting reflection, analysis and remembrance of an era-defining conflict.

Με την πρώτη ματιά δεν μπορώ να πω ότι βρήκα τέτοιες ισχυρές αναφορές, αλλά δεν είναι καθόλου περίεργο γιατί δεν είμαι και κανένα αστέρι της κλασικής μουσικής. Συνολικά, μου φάνηκε αμήχανη και η εκδήλωση και το πρόγραμμά της.
 

Earion

Moderator
Staff member
Η υπόθεση Άλφρεντ Ρεντλ, ή Υπήκοοι χωρίς πυξίδα

Το καλοκαίρι του 1914 η Ευρώπη είναι κυρίως και πάνω απ’ όλα η Ευρώπη των εθνών. Οι καρδιές των ανθρώπων πυρπολούνται από την εθνική ιδέα. Αλλά στην κορυφή της πυραμίδας είναι θρονιασμένοι οι μονάρχες. Είναι κατάλοιπο άλλων εποχών που μέλλει να τους ξεβράσει η ιστορία; Εκείνες τις μέρες κανείς δεν σκέφτεται έτσι. Έχουν εξουσία αδιαμφισβήτητη και δύναμη απεριόριστη. Όσοι από αυτούς κινούνται παράλληλα με το κύμα της εποχής τους και ταυτίζονται με ένα έθνος θα μακροημερεύσουν. Όσοι εναντιώνονται θα δυστυχήσουν. Στο μεταξύ οι υπήκοοί τους καλούνται να επιλέξουν: τι σημαίνει αφοσίωση στην πατρίδα ή στο έθνος, τι σημαίνει αφοσίωση στο μονάρχη;

Φόνοι, επιπολαιότητες και μακιαβελισμοί

Οι έγγραφες αποδείξεις για ορισμένες πτυχές του «Ξηρού Πολέμου» (ο όρος αυτός μας θυμίζει στενάχωρα το δικό μας Ψυχρό Πόλεμο), του ανταγωνισμού δηλαδή των Μεγάλων Δυνάμεων που προηγήθηκε της έναρξης των εχθροπραξιών το 1914, είναι ελάχιστες και βασανιστικά αποσπασματικές. Μερικές από αυτές παραμένουν ακόμα θαμμένες σε μυστικά αρχεία· πολύ περισσότερες έχουν καταστραφεί, σκόπιμα δίχως καμιά αμφιβολία· μεγάλο μέρος τους κατά πάσα πιθανότητα δεν γράφτηκε ποτέ σε χαρτί. Κομμάτι κομμάτι όμως οι πληροφορίες έχουν συσσωρευτεί στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα, και υπό το φως των όσων έχει δει η γενιά μας, μπορούμε τώρα όχι μόνο να δούμε καθαρότερα τι έπραξαν οι πατεράδες μας, αλλά και να αξιολογήσουμε πιο ρεαλιστικά ό,τι θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς «συνωμοτικό υπόβαθρο» του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μερικά από τα γεγονότα αυτά που ξεχωρίζουν πιθανόν μερικές φορές να έχουν μεταφερθεί με μπόλικη επιδίωξη εντυπωσιασμού, ή να έχουν αποδοθεί υπερβολικά για λόγους προπαγάνδας, ωστόσο η ανοδική καμπύλη κατασκοπείας και ανατροπής, βίας εν κρυπτώ και δημόσιας εξαπάτησης στην Ευρώπη μεταξύ 1900 και 1914 είναι ένα φαινόμενο που αξίζει την πιο σοβαρή προσοχή. Όπως γνωρίζουμε από παραδείγματα πλησιέστερα στο σήμερα, όταν οι αστυνόμοι μιμούνται τις μεθόδους του υποκόσμου, ενώ οι επαναστάτες υιοθετούν την οπτική των αστυνόμων, αυτό σίγουρα είναι σύμπτωμα ενός πολιτισμού διαταραγμένου ή σε αποσύνθεση. Το σύμπτωμα αυτό, που ήταν ταυτόχρονα ένας από τους σημαντικός παράγοντες της τελικής κατάρρευσης των μοναρχιών στην Ευρώπη, εκδηλώθηκε πριν από το 1914 σε ιδιαίτερα κακοήθη μορφή στο εσωτερικό της Ρωσίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας, και πάνω απ’ όλα στις προσπάθειες των δύο αντιπάλων αυτοκρατοριών να εκμεταλλευτεί η μία τα επαναστατικά κινήματα που εκδηλώνονταν στην επικράτεια της άλλης. Η μονομαχία μυστικών υπηρεσιών μεταξύ Ρομανόφ και Αψβούργων έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία ενός νοσηρού κλίματος στην κοινή γνώμη μέσα στο οποίο βλάστησαν οι σπόροι του ευρωπαϊκού πολέμου. Στον κάθε άλλο παρά αμελητέο βαθμό στον οποίο και οι δύο μονομάχοι μπλέχτηκαν στις ενδημικές συνωμοσίες των βαλκανικών κρατών, κι αυτό συνέβαλε άμεσα στο casus belli.

Ένα σκάνδαλο κατασκοπείας που ήρθε στο φως στην Αυστρία λίγο πριν από τον πόλεμο μας προσφέρει μια διδακτική περίπτωση που μπορεί να χρησιμεύσει ως σημείο εκκίνησης. Στις 29 Μαΐου 1913 ο τύπος της Βιέννης αποκάλυπτε ότι ο συνταγματάρχης Άλφρεντ Ρεντλ, που υπηρετούσε ως επιτελάρχης του 8ου Σώματος Στρατού στην Πράγα, είχε αυτοκτονήσει πριν από πέντε ημέρες. Είχε συλληφθεί, παραδέχθηκαν απρόθυμα οι αρχές, να πουλάει μυστικές στρατιωτικές πληροφορίες σε μια ξένη δύναμη, η οποία βέβαια αποδείχθηκε ότι ήταν η Ρωσία. Εκτός από την προφανή σοβαρότητά της από στρατιωτική άποψη —ο Ρεντλ βρισκόταν σε πληρωμένη υπηρεσία στους Ρώσους τα προηγούμενα επτά τουλάχιστον χρόνια— η υπόθεση είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον και από άποψη δημοσιογραφική. Το άτυχο θύμα, οι πράκτορες του εχθρού που τον διέφθειραν και οι αξιωματικοί της αντικατασκοπείας που ανακάλυψαν την προδοσία του τήρησαν όλοι μια συμπεριφορά σύμφωνη με τις αυστηρότερες παραδόσεις των μυθιστορημάτων κατασκοπείας. Η κοινή γνώμη πείστηκε για την αυθεντικότητα της υπόθεσης με τη βοήθεια λεπτομερειών που θα ’λεγε κανείς ότι ήταν παρμένες από τον πραγματικό κόσμο της φτηνής παραλογοτεχνίας και της οθόνης. Κάθε λεπτομέρεια ήταν τέλεια: από το μικρό στραβοπάτημα που φέρνει τελικά την πτώση ακόμη και ενός Ναπολέοντα της εγκληματικότητας —στην περίπτωση του Ρεντλ η θήκη ενός σουγιά που ξεχάστηκε στην καμπίνα μιας άμαξας— μέχρι την κλασική νυχτερινή επίσκεψη από μια αντιπροσωπεία αξιωματικών με πρόσωπα ανέκφραστα σαν πέτρα, που ακουμπούν σιωπηλά το περίστροφο στο τραπέζι, και μέχρι την παρατεταμένη αναμονή έξω από το υπνοδωμάτιο του προδότη, περιμένοντας το λυτρωτικό πυροβολισμό. (Αυτή η τελετουργική αυτοκτονία για χάρη της στρατιωτικής τιμής οδήγησε σε πολιτικά σημαντική ρήξη μεταξύ του αρχηγού του επιτελείου της Αυστρο-Ουγγαρίας Κόνραντ φον Χαίτσεντορφ, που την ενέκρινε, και του πρώην πάτρονά του, του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου. Ο κληρονόμος του θρόνου είχε τα ελαττώματά του, αλλά σαν πιστός καθολικός σε μια εποχή ανάμικτου φετιχισμού και κυνισμού, αναστατώθηκε βαθιά από το θέαμα μιας ρωμαιοκαθολικής μοναρχίας που επιτρέπει στον εαυτό της να γίνει συνεργός σε μια αυτοκτονία· αλλά και σαν ένα από τα λίγα πρόσωπα με πρακτικό πνεύμα που άσκησαν ύπατα αξιώματα στην αυτοκρατορία των Αψβούργων, σκανδαλίστηκε ακόμα περισσότερο όταν ανακάλυψε ότι επετράπη στον Ρεντλ να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα προτού αποκαλύψει ό,τι γνώριζε για τις ρωσικές επιχειρήσεις κατασκοπείας).

Κάτω από τις ψευδορομαντικές γαρνιτούρες της, η υπόθεση Ρεντλ δεν ήταν μόνο απερίγραπτα βρόμικη αλλά και από κάθε άποψη δυσοίωνη, τόσο στις πολιτικές όσο και στις ηθικές της επιπτώσεις. Αν εξαιρέσει κανείς το ενδεχόμενο να υπάρχουν κι άλλα, ακόμα πιο αβυσσαλέα, βάθη στην υπόθεση, που δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί, δεν υπάρχει άλλη επιλογή παρά να δούμε τον Ρεντλ ως προσωπικότητα τόσο κολοσσιαίας ελαφρότητας που να καταντά σχεδόν αρχετυπική. Είναι βέβαιο ότι δεν ήταν ένας τυπικός Αυστριακός ή Βιεννέζος της γενιάς του· η ρίζα της κακουργίας του φαίνεται ότι βρισκόταν σ’ ένα απύθμενο πηγάδι ευτέλειας, που θα το ξεχώριζε κανείς ίσως ως το πιο χαρακτηριστικό ελάττωμα της αψβουργικής κοινωνίας στις ύστατες ημέρες της. Ούτε απ’ την άλλη μπορεί κανείς να πει ότι ο Ρεντλ έπασχε από ένα είδος ηθικού κρετινισμού· φαίνεται απλώς ότι ήταν μια ακραία περίπτωση ηθικής τσαπατσουλιάς (schlamperei). Απ’ όσο γνωρίζουμε, ο Ρεντλ δεν εμφορείτο από ανατρεπτικές, ή άλλες παρεμφερείς πεποιθήσεις· κανένα αδάμαστο πάθος, καμιά αδυσώπητη ανάγκη δεν τον οδήγησε να προδώσει όχι απλώς τη χώρα του —ένα ιδανικό μάλλον θολό για πολλούς από τους υπηκόους του Φραγκίσκου Ιωσήφ—, αλλά τη στολή του και τον προσωπικό του όρκο προς τον αυτοκράτορα. Ήταν ομοφυλόφιλος, και ο Ρώσος πράκτορας που τον στρατολόγησε —ή τον διέφθειρε σεξουαλικά— ήταν ένας Μοσχοβίτης ευγενής με πάμπολλες επαφές στον μοδάτο αρσενικό υπόκοσμο της εποχής, αλλά ο δεσμός της μεταξύ τους διαστροφής φαίνεται ότι ήταν το ίδιο σημαντικός όσο θα μπορούσε να είναι ένα κοινό ενδιαφέρον για το τένις ή τη συλλογή γραμματοσήμων: απλώς έφερε τον έναν κοντά στον άλλο. Ενδεχομένως να υπήρξαν κάποιες νύξεις εκβιασμού, αλλά δεν φαίνεται πιθανό ότι πίσω από την πρώτη πράξη προδοσίας του αυτό που λειτούργησε ως καθοριστικός παράγοντας ήταν ο εκβιασμός· ο αυστρο-ουγγρικός στρατός είχε αρκετά ευρείες αντιλήψεις για τα ιδιωτικά βίτσια των αξιωματικών του, αρκεί μόνο να είχαν να κάνουν με το σεξ. Το βίτσιο του Ρεντλ όμως του κόστιζε ένα σωρό λεφτά. Διατηρούσε ένα είδος αρσενικής παλλακίδας, έναν όμορφο αλλά επιπόλαιο και σπάταλο υπολοχαγό, που τον σύστηνε στον κόσμο ως ανιψιό του και εξαιτίας του οποίου ήταν συνεχώς βουτηγμένος στα χρέη. Όσο για τον εαυτό του, του άρεσε να οδηγεί ένα αστραφτερό σπορ αυτοκίνητο και γενικά να επιδεικνύεται κοινωνικά περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να αντέξει οικονομικά. (Όταν η αστυνομία έκανε έφοδο στο διαμέρισμα του Ρεντλ στην Πράγα ανακάλυψε, ανάμεσα σε άλλα παράξενα ευρήματα, μια μεγάλη και πανάκριβη συλλογή από θηλυκές κούκλες σε ανθρώπινο μέγεθος). Τα αργύρια της προδοσίας τού πρόσφεραν μια άνετη ζωή, αλλά σε κλίμακα μικροαστική, ταιριαστή με τη συνολική ατμόσφαιρα της υπόθεσης. Ο Ρεντλ έπαιρνε κανονικό μισθό από τους Ρώσους, που πάντως φαίνεται ότι δεν ανερχόταν σε πάνω από μερικές εκατοντάδες δολάρια το μήνα —θα υπήρχαν το δίχως άλλο κατά καιρούς και έκτακτα δώρα— και τα χειριζόταν με την ίδια περιφρονητική προχειρότητα με την οποία ένας ανέντιμος εργολήπτης δημοσίων έργων δωροδοκεί ένα δημοτικό επιθεωρητή. Τη μυστική αμοιβή του την έστελναν σ’ έναν ογκώδη φάκελο που τον ταχυδρομούσαν σε καθορισμένες ημερομηνίες σε μια ταχυδρομική θυρίδα στη Βιέννη από το ίδιο χωριό κοντά στα ρωσικά σύνορα. (Αυτή η έλλειψη φαντασίας ήταν φυσικά ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην τελική εξιχνίασή του).

Υπάρχει κάποια αντιπαράθεση για το πόσο ακριβώς σημαντικά ήταν τα μυστικά που πρόδινε ο Ρεντλ, αλλά ακόμα και κατά τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις η ποσότητα ήταν μεγάλη. Περιλάμβανε τουλάχιστον ένα έγγραφο ύψιστης στρατηγικής σπουδαιότητας —το λεγόμενο Σχέδιο Τρία, που αφορούσε μια αστραπιαία αυστρο-ουγγρική επίθεση εναντίον της Σερβίας—, λεπτομερείς πληροφορίες μείζονος σημασίας σε τακτικό επίπεδο, όπως ενημερωμένα στοιχεία για το σημαντικό αυστριακό οχυρό της πόλης Przemysl στη Γαλικία, και τελευταίο στη σειρά αλλά όχι κατ’ ανάγκη σε σπουδαιότητα, όλα όσα ήθελαν οι Ρώσοι να γνωρίζουν για τις δραστηριότητες της αυστριακής κατασκοπείας και αντικατασκοπείας. Κι αυτό διότι ο Ρεντλ, από το 1900 μέχρι λίγο πριν από τη σύλληψή του, ήταν επικεφαλής της αυστρο-ουγγρικής αντικατασκοπείας και της στρατιωτικής μυστικής υπηρεσίας. Ανάμεσα σε άλλες απόρρητες υπηρεσίες που παρείχε στους κρυφούς του εργοδότες ήταν η αποκάλυψη της ταυτότητας ενός Ρώσου προδότη σε πολύ υψηλό επίπεδο, συνταγματάρχη κι αυτού στο αντίστοιχο επιτελείο, ο οποίος είχε αρχίσει να πουλάει πληροφορίες στρατηγικής σημασίας στον Αυστριακό στρατιωτικό ακόλουθο στη Βαρσοβία (ο Ρώσος δέχτηκε διακριτικές νύξεις από τους ανωτέρους του για να διαπράξει την ίδια «τιμητική αυτοκτονία» που επιβλήθηκε αργότερα στον Ρεντλ).

Τα γεγονότα δεν αποκαλύφθηκαν στην ολότητά τους στο κοινό εκείνη την περίοδο, αλλά ό,τι έγινε ευρύτερα γνωστό ή γέννησε κατά προσέγγιση εικασίες ήταν αρκετό για να τραυματίσει σοβαρά την εμπιστοσύνη των πολιτών στην αυτοκρατορική κυβέρνηση, αν όχι και στην ίδια την δυναστεία. Την ίδια στιγμή οι «ακτιβιστές», η στρατοκρατική κλίκα στον αυστρο-ουγγρικό στρατό και την κυβέρνηση, αντέδρασε στην ανακάλυψη της ρωσικής κατασκοπείας κατά της Αυστρίας απαιτώντας βίαια αντίποινα, σχεδόν σαν να επρόκειτο για την απόλυτη πράξη επιθετικότητας. Για τους «ακτιβιστές» η υπόθεση Ρεντλ υπογράμμισε την ανάγκη να εξαλειφθεί η σερβική απειλή χωρίς καθυστέρηση, έτσι ώστε να είναι σε θέση η Αυστρία να κινητοποιήσει πλήρη τη δύναμή της εναντίον της Ρωσίας όταν θα ερχόταν η αναπόφευκτη αναμέτρηση. Η αντίδραση αυτή δεν ήταν απολύτως λογική, ήταν όμως κατανοητή —ειδικά αν θυμηθούμε τις επιπτώσεις μεγάλων σκανδάλων κατασκοπείας στην εξωτερική πολιτική σε άλλες χώρες, μεταξύ αυτών και στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ρωσία. Η κατασκοπεία ήταν ανέκαθεν μια πτυχή του ανταγωνισμού ισχύος μεταξύ των εθνών από τότε που υπάρχουν. Είναι αδύνατο να ξεριζωθεί, αλλά, αν παραμείνει σε λογικά όρια, δεν διαταράσσει τις διεθνείς σχέσεις παραπάνω απ’ όσο διαταράσσουν, εντός ορισμένων ορίων, η πορνεία ή το έγκλημα τη βασική τάξη της κοινωνίας. Αλλά ακριβώς όπως το έγκλημα ή η πορνεία, όταν ξεφύγουν τον έλεγχο, γίνονται ανυπόφορες κοινωνικές πληγές, έτσι και η κατασκοπεία, όταν διεξάγεται σε θεαματική κλίμακα, ή με κατάφωρη παραβίαση της συμβατικής υποκρισίας που διέπει το διεθνή βίο, είναι πιθανό να θεωρηθεί, ως ένα βαθμό δικαιολογημένα, ως μια μορφή επιθετικότητας. Οι ρωσικές κατασκοπευτικές επιχειρήσεις οι βασισμένες στην προδοσία του Ρεντλ ήταν μια τέτοια περίπτωση.

Ίσως η ρωσική μυστική υπηρεσία να είχε κάποια νεφελώδη αντίληψη των σοβαρών ευθυνών που υπείχε όταν στρατολογούσε ως έναν από τους πράκτορές της τον επικεφαλής της αυστριακής μυστικής υπηρεσίας. Ο συνταγματάρχης Μπατιούσιν, επιχειρησιακός προϊστάμενος του σχετικού στρατιωτικού κλάδου στη Ρωσία, από σκέτη χαλαρότητα ή απερισκεψία εξέθετε κατά καιρούς τον Αυστριακό συνάδελφό του σε περιττούς και τρομερούς κινδύνους, από την άλλη όμως δεν δίστασε να φτάσει σε τρομερότερα ακόμη άκρα για να τον προστατεύσει. Αν μπορούμε να εμπιστευτούμε φαινομενικά νηφάλιες πηγές της εποχής, ο Μπατιούσιν εφοδίαζε συστηματικά τον Ρεντλ με πληροφορίες για την ταυτότητα σημαντικών Ρώσων κατασκόπων στο έδαφος της Δυαδικής Μοναρχίας, ώστε να μπορεί εκείνος να χτίζει τη φήμη του ως αξιόπιστος και αποτελεσματικός με το να τους συλλαμβάνει. Αυτή η εσκεμμένη θυσία των δικών των πρακτόρων δεν είναι χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της κατασκοπείας, αλλά στην υπόθεση Ρεντλ είχε πραγματοποιηθεί από τους Ρώσους σε πρωτοφανή κλίμακα, με πρωτοφανή ασπλαχνία και κυνισμό. Στους κόλπους του μικρού αλλά σημαντικού τμήματος του τσαρικού κράτους που εκπροσωπούσε η υπηρεσία στρατιωτικής κατασκοπείας του συνταγματάρχη Μπατιούσιν μάλλον δεν είναι υπερβολικό να πει κανείς ότι ένα από τα ουσιώδη αναχώματα του πολιτισμού είχε καταρρεύσει και ότι είχε εκδηλωθεί ένα είδος τοπικής οπισθοδρόμησης προς τα συστήματα αξιών της εποχής των βάρβαρων. Και το ακόμη σοβαρότερο είναι ότι το ρήγμα δεν περιοριζόταν σε μία μόνο περιοχή. Ήταν διαδεδομένο στο σύνολο αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί αστυνομικός τομέας της τσαρικής Ρωσίας, και σε όλους τους οργανισμούς της τσαρικής διπλωματίας, που από λόγους λειτουργίας, ανησυχίας ή παράδοσης συμμερίζονταν την οπτική της αστυνομίας. Αυτή η γραφειοκρατικοποιημένη βαρβαρότητα αξίζει προσεκτικότερη μελέτη...

Από το βιβλίου του Edmond Taylor, The Fossil Monarchies: The Collapse of the Old Order, 1905-1922. Penguin, 1967, σε δική μου μετάφραση.




Alfred Redl (1864-1913)
Πατριώτης για ποιους; Ο συνταγματάρχης Ρεντλ και ένα ζήτημα ταυτότητας

Τον Απρίλιο του 1913 μια επιστολή έφτασε στο Κεντρικό Ταχυδρομείο στη συνοικία Φλάισμαρκτ της Βιέννης. Απευθυνόταν ποστ ρεστάντ σε κάποιον κύριο Νίκον Νιζέτας. Η ταχυδρομική σφραγίδα ήταν από το Αϊντκούνεν, μια γερμανική επαρχιακή πόλη κοντά στα ρωσικά σύνορα. Η επιστολή παρέμεινε το μέγιστο επιτρεπόμενο διάστημα στο ταχυδρομείο, κι έπειτα στάλθηκε πίσω στο Αϊντκούνεν και από εκεί στο Βερολίνο για να επιστραφεί στον αποστολέα. Όταν ανοίχτηκε όμως προκάλεσε υποψίες: περιείχε ούτε λίγο ούτε πολύ 6.000 αυστριακές κορώνες (σε σημερινή αξία περίπου 8.000 λίρες) και η διεύθυνση του αποστολέα ήταν στη Γενεύη. Παραδόθηκε λοιπόν στη γερμανική υπηρεσία πληροφοριών, η οποία εντόπισε ότι η διεύθυνση ανήκε σε κάποιον απόστρατο Γάλλο αξιωματικό με ενεργό δράση στην κατασκοπεία. Αμέσως ενημερώθηκαν και οι Αυστριακοί. Ο άνθρωπος που ανέλαβε την ευθύνη των ερευνών στη Βιέννη ήταν ο εκεί επικεφαλής της στρατιωτικής αντικατασκοπείας ταγματάρχης Μαξ Ρόνγκε. Ο Ρόνγκε κατείχε τη θέση αυτή σχεδόν ένα χρόνο, έχοντας παραλάβει από τον συνταγματάρχη Άλφρεντ Ρεντλ, ο οποίος είχε τοποθετηθεί προσωρινά σε ενεργό υπηρεσία ως επιτελάρχης του Ογδόου Σώματος Στρατού στην Πράγα.

Ο Ρόνγκε έβαλε να του φτιάξουν ένα πανομοιότυπο αντίγραφο της επιστολής, που είχε φθαρεί αρκετά από τα πήγαιν’ έλα, και το αντίγραφο αυτό επεστράφη στο ταχυδρομείο του Φλάισμαρκτ για να το παραλάβει ο ύποπτος για κατασκοπεία πλέον κύριος Νιζέτας. Τρεις αστυνομικοί τοποθετήθηκαν στο ταχυδρομείο με την εντολή να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά για ό,τι έμελλε να συμβεί. Επί εβδομάδες τίποτα δεν συνέβη, εκτός από το ότι δύο ακόμη επιστολές, που περιείχαν 8.000 και 7.000 αυστριακές κορώνες αντίστοιχα, κατέφθασαν για τον κύριο Νιζέτας, η μία και πάλι από το Αϊντκούνεν, η άλλη από το Βερολίνο, με σφραγίδα πρώτης αποστολής από την Αγία Πετρούπολη. Τώρα πια οι υποψίες έπαιρναν σχήμα: ο κατάσκοπος είχε επαφές όχι μόνο με τη Γαλλία αλλά και με τη Ρωσία. Και οι δύο αυτές επιστολές παρέμεναν στο ταχυδρομείο περιμένοντας τον παραλήπτη τους, ενώ το αντίγραφο της αρχικής αποσύρθηκε για να μην αποκαλυφθεί η προφανής πλαστότητά του.

Η μεγάλη μέρα ήρθε το Σάββατο 24 Μαΐου, όταν επιτέλους εμφανίστηκε ο Νιζέτας. Παρέδωσε ένα σημείωμα ζητώντας την αλληλογραφία του, κι ένα δεκαεννιάχρονο κορίτσι στο γκισέ, η Μπέττυ Οστερράιχερ, ανέλαβε να τον καθυστερήσει απασχολώντας τον, ενώ συγχρόνως πατούσε ένα κουδούνι για να ειδοποιήσει τους αστυνομικούς στον επάνω όροφο. «Δεν είναι καθαρά γερμανικό το όνομά σας, έτσι δεν είναι;», ρώτησε με μια δόση απρέπειας τον κύριο Νιζέτας, ο οποίος δεν έδωσε καμιά απάντηση, αλλά πήρε την αλληλογραφία του και βγήκε από το κτήριο, για να μπει σε μια άμαξα που τον περίμενε. Χάρη σε μια ευτυχή σύμπτωση οι αστυνομικοί βρήκαν άλλη άμαξα με την οποία τον ακολούθησαν. Η τύχη δεν τους εγκατέλειψε ούτε όταν έχασαν κάποια στιγμή το θήραμά τους, γιατί το βρήκαν και πάλι και δεν το έχασαν απ’ τα μάτια τους, μέχρι που τελικά ο ύποπτος κατέβηκε στο τέλος ενός αδιεξόδου κοντά στο ξενοδοχείο Κλόμζερ. Εκεί τον έχασαν και πάλι, αλλά έμαθαν από τον αμαξά ότι ο ύποπτος αρχικά του είχε ζητήσει να τον πάει ακριβώς σ’ αυτό το ξενοδοχείο. Στην καμπίνα της άμαξας βρήκαν τη θήκη ενός σουγιά, που πιθανώς είχε χρησιμοποιηθεί για να ανοιχτεί το γράμμα από το ταχυδρομείο.

Εκμεταλλευόμενοι τα ευρήματά τους, έφτασαν μέχρι το ξενοδοχείο. Ζήτησαν από τον γκρουμ του ξενοδοχείου να τοποθετήσει τη θήκη σε ένα τραπέζι δίπλα στην είσοδο και να πει σε όποιον την αναζητήσει ότι είχε επιστραφεί όχι από την αστυνομία, αλλά από τον αμαξά. Σε λίγο εμφανίστηκε ο άνθρωπός τους. Μπήκε στο ξενοδοχείο κανονικά από την είσοδο, αφού πρώτα πέταξε ένα κομμάτι χαρτί, που το είχε σκίσει και που αργότερα το περιμάζεψε η αστυνομία. Προχωρώντας στο εσωτερικό, σήκωσε τη θήκη του σουγιά από το τραπέζι και φάνηκε να ανησυχεί πολύ, παρόλο που έδειξε ότι η εξήγηση του γκρουμ τον καθησύχασε ενμέρει. Αφού ανέβηκε στο δωμάτιό του (στον πρώτο όροφο, δωμάτιο ένα), η αστυνομία ρώτησε τον γκρουμ ποιο ήταν το όνομα του επισκέπτη. Στην πραγματικότητα ένας από τους αστυνομικούς πίστευε ότι είχε αναγνωρίσει τον άνθρωπο, και πράγματι είχε δίκιο, γιατί ο Νιζέτας αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν άλλος από τον πρώην επικεφαλής της στρατιωτικής αντικατασκοπείας συνταγματάρχη Άλφρεντ Ρεντλ αυτοπροσώπως.

Η αστυνομία δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Ρεντλ ήταν κατάσκοπος. Το χαρτί όμως που είχε σκίσει μπαίνοντας στο ξενοδοχείο επιβεβαίωνε τις χειρότερες υποψίες: ήταν η υπογεγραμμένη απόδειξη για τις επιστολές από το ταχυδρομείο και η υπογραφή ταίριαζε απόλυτα με τον γραφικό χαρακτήρα του Ρεντλ. Ο Ρόνγκε και ο προϊστάμενός του, ο συνταγματάρχης Ουρμπάνσκι, ήταν λοιπόν υποχρεωμένοι να μεταφέρουν την κακή είδηση στο στρατηγό Κόνραντ φον Χαίτσεντορφ, αρχηγό του αυστριακού Γενικού Επιτελείου. Ο στρατηγός βρισκόταν σε δείπνο στο Γκραντ Οτέλ όταν τον ενημέρωσαν, και στην αρχή φάνηκε το ίδιο δύσπιστος: «Μα, τρελαθήκατε;», ρώτησε. Όταν όμως του έθεσαν υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, εξέδωσε τις διαταγές του:

Η υπόθεση Ρεντλ δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιωτική υπόθεση. Ο Ρεντλ δεν είναι ένα άτομο· είναι ένα σύστημα. Ενώ αλλού οι στρατιώτες εκπαιδεύονται να αγαπούν την πατρίδα τους, σ’ ετούτη εδώ την άτυχη μοναρχία η έλλειψη πατριωτισμού θεωρείται η μεγαλύτερη στρατιωτική αρετή. Σε μας η στρατιωτική εκπαίδευση κορυφώνεται με το να αποβάλει το εθνικό αίσθημα από τους στρατιώτες μας ... Στην υπόθεση Ρεντλ αυτό το πνεύμα μάς εκδικήθηκε. Οι Αυστριακοί και οι Ούγγροι στρατιώτες δεν έχουν δική τους πατρίδα· έχουν μόνο έναν πολέμαρχο ...

Από την άλλη υπήρχαν επίσης φόβοι ότι η υπόθεση Ρεντλ μπορεί να ήταν χαρακτηριστική άλλου είδους προβλημάτων. Η ταπεινή του καταγωγή, για παράδειγμα, είχε χρησιμοποιηθεί από τον Φραγκίσκο Φερδινάνδο για να ενισχύσει την έκκλησή του να αυξηθεί ο αριθμός των αριστοκρατών στο σώμα των αξιωματικών. Αλλά το 1914 πλέον τέτοιες απόψεις ήταν από καιρό υπόθεση μιας διακριτής μειονότητας. Η συντριπτική πλειοψηφία των αξιωματικών προερχόταν πια από παρελθόν τουλάχιστον το ίδιο ταπεινό όσο και του Ρεντλ, και οι πιθανότητες να αναστραφεί αυτή η τάση ήταν μηδαμινές. Άλλοι ανησυχούσαν για το ότι ο Ρεντλ είχε μεγαλώσει και ανατραφεί στη Γαλικία. Μήπως ήταν υποστηρικτής του πανσλαβισμού; Πόσοι άλλοι πανσλαβιστές βρίσκονταν στο σώμα των αξιωματικών; Το γεγονός ότι ο Ρεντλ ήταν καθαρά γερμανικής καταγωγής ελάχιστη εντύπωση έκανε στους επικριτές, όπως ακριβώς και το γεγονός ότι ήταν ρωμαιοκαθολικός είχε ελάχιστη επίδραση στους αντισημίτες, που ο αριθμός τους στην Αυστρία ολοένα αυξανόταν. Ήταν όλοι πανέτοιμοι να αποδώσουν την προδοσία του στο ότι (κατά τις διαδόσεις) ήταν Εβραίος, αφού άλλωστε ήταν γνωστό ότι η Αυστρία-Ουγγαρία είχε περισσότερους Εβραίους αξιωματικούς από κάθε άλλο στρατό στην Ευρώπη και ότι ο αυτοκράτορας προστάτευε τους Εβραίους.

Πολλοί ήταν που έδωσαν βάση στον θρυλούμενο «εβραϊσμό» του Ρεντλ. Από τη Ρώμη, για παράδειγμα, ένας καρδινάλιος δήλωσε (τουλάχιστον έτσι μεταφέρθηκε στις αναφορές των Αυστριακών στρατιωτικών ακολούθων) ότι «η υπόθεση Ρεντλ, όπως ακριβώς και η υπόθεση Ντρέυφους, θα μπορούσε να αποδοθεί στη διεθνή τάση των Εβραίων, οι οποίοι δεν τρέφουν πατριωτικά αισθήματα και δεν θα τρέφουν ποτέ». Ωστόσο ο Ρεντλ δεν ήταν Εβραίος. Ήταν βέβαια ομοφυλόφιλος, και πολύ πιθανόν αυτό που αντικατόπτριζε η υπόθεσή του ήταν η αυξανόμενη σεξουαλική απελευθέρωση που εκδηλωνόταν τότε στις μεγάλες πόλεις της αψβουργικής μοναρχίας. Η αυτοκτονία του ήταν κι αυτή αντιπροσωπευτική —όχι όμως του τρόπου των στρατιωτικών να αντιμετωπίζουν τους εγκληματίες· πολλοί άλλοι στη θέση του απλούστατα αρνήθηκαν να αυτοχειριαστούν— αλλά του ποσοστού αυτοκτονιών στον αψβουργικό στρατό, που ήταν με διαφορά το υψηλότερο στον κόσμο. Αυτό εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι η αυτοκτονία ήταν αρκετά σεβαστή στην Αυστρία-Ουγγαρία, αν και ευσεβείς καθολικοί, όπως ο Φραγκίσκος Φερδινάνδος, έδειξαν τον αποτροπιασμό τους για την τύχη του Ρεντλ. Ωστόσο, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακόμα και στη ρωμαιοκαθολική μοναρχία η αυτοκτονία και η τιμή είχαν γίνει ένα μπερδεμένο κουβάρι.

Η καλύτερη απόδειξη αυτού του γεγονότος πάντως αποκαλύφθηκε όχι με την υπόθεση Ρεντλ, το 1913, αλλά ένα χρόνο αργότερα, το 1914. Με δεδομένη την προδοσία του Ρεντλ, την κακή κατάσταση του στρατού, τις πιθανές διπλωματικές συνέπειες —για να μην αναφέρουμε τα θλιβερά προηγούμενα του 1859 και το 1866, όταν ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είχε βγει στον πόλεμο σε μια μάταιη προσπάθεια να νικήσει τον ιταλικό και το γερμανικό εθνικισμό—, η ύστατη προσπάθεια του αυτοκράτορα να υπερασπίσει την τιμή του κηρύσσοντας τον πόλεμο στη χώρα πρωτοπόρο του νοτιοσλαβικού εθνικισμού, τη Σερβία, ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.

Υπάρχει ένα τελευταίο, ειρωνικό παράλληλο, το οποίο θα πρέπει ίσως να αναφερθεί. Ο λόγος για τον οποίο ο Ρεντλ δεν ήθελε να του γίνει νεκροψία ήταν το γεγονός ότι γνώριζε ότι πέθαινε από σύφιλη. Στην καλύτερη περίπτωση λίγα μόνο χρόνια του έμεναν να ζήσει. Κι όμως, αυτό ακριβώς έλεγε ήδη ο περισσότερος κόσμος όταν μιλούσε για τη μοναρχία συνολικά. Και ακριβώς για να τους αποδείξει ότι κάνουν λάθος και για να διατηρήσει αλώβητη την αυτοκρατορική του τιμή ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ πήρε την αυτοκτονική απόφασή του για πόλεμο το 1914.

του Alan Sked, από το περιοδικό History Today, τόμ. 36, τεύχ. 7 (Ιούλιος 1986), σε μετάφραση δική μου.
 
Last edited by a moderator:

nickel

Administrator
Staff member
Ευχαριστούμε τα μάλα. Ωραία κείμενα και καλομεταφρασμένα. Πιο απολαυστικό, το παρακάτω απόσπασμα:

Ο κληρονόμος του θρόνου είχε τα ελαττώματά του, αλλά σαν πιστός καθολικός σε μια εποχή ανάμικτου φετιχισμού και κυνισμού, αναστατώθηκε βαθιά από το θέαμα μιας ρωμαιοκαθολικής μοναρχίας που επιτρέπει στον εαυτό της να γίνει συνεργός σε μια αυτοκτονία· αλλά και σαν ένα από τα λίγα πρόσωπα με πρακτικό πνεύμα που άσκησαν ύπατα αξιώματα στην αυτοκρατορία των Αψβούργων, σκανδαλίστηκε ακόμα περισσότερο όταν ανακάλυψε ότι επετράπη στον Ρεντλ να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα προτού αποκαλύψει ό,τι γνώριζε για τις ρωσικές επιχειρήσεις κατασκοπείας.

Απόψε θα κάνω σύγκριση με την κινηματογραφική αφήγηση (ευχ, Ρογήρε).
 

nickel

Administrator
Staff member
Είχε πολύ ενδιαφέρον η ταινία του Σαμπό (Oberst Redl). Προειδοποιεί στην αρχή ότι διαφέρει από τα γεγονότα και ότι έμπνευσή της υπήρξε το θεατρικό έργο του Τζον Όσμπορν A Patriot for Me.

Η αλήθεια είναι ότι ο Σαμπό κατασκευάζει μια εντελώς προσωπική ερμηνεία (που δεν έχει σχέση ούτε με την έμφαση του Όσμπορν στην ομοφυλοφιλική δράση του Ρεντλ). Για τον Σαμπό, σχεδόν δεν υπάρχει προδοσία: τον ενδιαφέρει η αντιφατική προσωπικότητα του Ρεντλ, και αυτά που ξέρουμε για την προδοσία εμφανίζονται σαν μια πλεκτάνη του αρχιδούκα και των ανώτερων αξιωματικών. Αν δεν έχεις εξωκινηματογραφική ενημέρωση, μπορεί και να την πατήσεις (όπως και σε δεκάδες άλλες ταινίες βασισμένες σε πραγματικές ιστορίες).

Με την ευκαιρία, συζητήσιμη είναι και η διατύπωση στο βιβλίο του Τέιλορ (#11), «αλλά ο δεσμός της μεταξύ τους διαστροφής φαίνεται ότι ήταν το ίδιο σημαντικός όσο θα μπορούσε να είναι ένα κοινό ενδιαφέρον για το τένις ή τη συλλογή γραμματοσήμων».

Αν έχετε δει την ταινία, θα βρείτε ενδιαφέρουσα την κριτική των NYT:
http://www.nytimes.com/movie/review?res=9401E0DA1039F930A25753C1A963948260
 

Earion

Moderator
Staff member
Εδώ το βρήκα με ρώσικους υποτίτλους:

Oberst Redl, του István Szabó (1985)


Νομίζω πως αξίζουν δυο τρία αποσπάσματα από την παρουσίαση στους NY Times:

He reduces Redl's homosexuality to one muted incident and makes his “treason” not really treason at all but a senseless, one-time-only blurting out of numbers of cavalry squadrons, infantry battalions and the like to a dazed listener who takes no notes.

Mr. Szabo admits that he is not primarily interested in either homosexuality or treason but rather in Redl’s “identity crisis.” Today, he said, “people want to be something other than what they are. It’s the disease of the century.”

“What drew me to the Redl story was that Redl didn’t like himself. He wanted to be someone else. He was a poor Ukrainian and he wanted to be an Austrian nobleman. But it’s impossible to change identity! Today people want to change class, rank, sex, their face. Plastic surgeons become rich. It’s a real disease.”

Πάντως το πρόσωπο του μεγάλου Μπραντάουερ πρωταγωνιστεί και σ’ αυτή την ταινία, όπως σε όλες του. Μυθικών διαστάσεων δαιμονικότητα!
 

Earion

Moderator
Staff member
When the Redl Affair broke on the eve of war, the young Austrian writer Stefan Zweig “started up with terrified soul,” as he wrote later, for he knew then that war was coming.

Richard Grenier. “Colonel Redl: The Man behind the Screen Myth”, New York Times (October 13, 1985).


Λοιπόν η πείρα απόδειξε ότι είναι άπειρες φορές πιο εύκολο να ανασυστήσει κανείς τα γεγονότα μιας εποχής παρά την ηθική της ατμόσφαιρα, γιατί αυτή δεν κατασταλάζει στα επίσημα γεγονότα, αλλά μάλλον στα μικρά ιδιαίτερα επεισόδια, σαν κι αυτά που θα ’θελα να αναφέρω εδώ. Προσωπικά, για να ’μαι ειλικρινής, δεν πίστευα τότε στο ενδεχόμενο ενός πολέμου. Αλλά δυο φορές, ενώ ήμουν ξύπνιος τον ονειρεύτηκα και αναρρίγησα με τρόμο.

Η πρώτη φορά ήταν τότε με την «υπόθεση Ρέντλ», που όπως όλα τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα διαδραματίζονταν στα παρασκήνια. Είχα γνωρίσει πολύ επιφανειακά το συνταγματάρχη Ρέντλ, που έγινε ήρωας ενός περίπλοκου δράματος κατασκοπείας. Κατοικούσε σ’ ένα διπλανό δρόμο στην ίδια περιοχή με μένα. Μια μέρα ο φίλος μου ο εισαγγελέας Τ. μού τον παρουσίασε στο καφενείο, όπου αυτός ο φιλήδονος και πολύ ευπρόσωπος κύριος κάπνιζε ένα πούρο· από τότε χαιρετιόμαστε στο δρόμο. Άλλα πολύ αργότερα ανακάλυψα ώς ποιο σημείο περιστοιχιζόμαστε στη ζωή μας από μυστήρια, και πόσο λίγα πράγματα ξέρουμε για τους ανθρώπους που αναπνέουν τον ίδιο αέρα με μας. Σ’ αυτόν τον συνταγματάρχη με την εμφάνιση ενός καλού ανώτερου αξιωματικού του αυστριακού στρατού, που ήταν ο έμπιστος του διαδόχου, είχαν εμπιστευθεί το σημαντικό έργο να διευθύνει τη μυστική στρατιωτική υπηρεσία και να εξουδετερώνει την αντίστοιχη υπηρεσία του αντιπάλου. Λοιπόν είχε διαδοθεί ότι στα 1912, στην κρίση του Βαλκανικού πολέμου, τότε που η Αυστρία και η Ρωσία επιστρατεύονταν η μια ενάντια στην άλλη, το πιο σημαντικό μυστικό σχέδιο του αυστριακού στρατού, «το σχέδιο επίθεσης», είχε πουληθεί στη Ρωσία, πράγμα που σε περίπτωση πολέμου θα μπορούσε να προξενήσει μια δίχως προηγούμενο καταστροφή, γιατί έτσι οι Ρώσοι γνώριζαν από πριν και κατά γράμμα όλες τις κινήσεις του αυστριακού στρατού εισβολής. Ήταν τρομερός ο πανικός που εξαπολύθηκε στους κύκλους του επιτελείου απ’ αυτή την προδοσία· ο συνταγματάρχης Ρεντλ, ειδικός της αντικατασκοπείας, επιφορτίστηκε να ανακαλύψει τον προδότη, και έπρεπε να τον ζητήσει μέσα στο στενό κύκλο ανθρώπων που κατείχαν πολύ ψηλές θέσεις. Από την πλευρά του, το Υπουργείο των Εξωτερικών, που δεν εμπιστευόταν και πολύ στην επιδεξιότητα των στρατιωτικών αρχών και πρόσφερε με τούτο ένα τυπικό παράδειγμα του ανταγωνιστικού παιχνιδιού που κυριαρχεί στις διάφορες υπηρεσίες, έδωσε διαταγή να γίνουν οι έρευνες για δικό του λογαριασμό, χωρίς να ειδοποιήσει το Γενικό Επιτελείο, και επιφόρτισε την αστυνομία, εκτός από αλλά χρήσιμα μέτρα, να ανοίγει όλα τα γράμματα που στέλνονταν ποστ ρεστάντ, χωρίς να γνοιάζεται για το απόρρητο της αλληλογραφίας.

Μια μέρα έφτασε σ’ ένα ταχυδρομικό τμήμα ένα γράμμα από το ρωσικό συνοριακό σταθμό της Ποτβολοτζίσκα, που έφερνε τη διεύθυνση «Χορός της Όπερας», ποστ ρεστάντ. Όταν το άνοιξαν, είδαν ότι δεν είχε μέσα χαρτί αλληλογραφίας, αλλά έξι ή οκτώ χαρτονομίσματα από χίλιες αυστριακές κορώνες το καθένα. Αμέσως ειδοποιήθηκε ο διοικητής της αστυνομίας γι’ αυτή την ύποπτη ανακάλυψη, κι έδωσε διαταγή να συλλάβουν αμέσως το πρόσωπο που θα ζητούσε αυτό το γράμμα.

Για μια στιγμή η τραγωδία άρχισε να παίρνει τη μορφή της αγαθής βιεννέζικης φάρσας. Κατά το μεσημέρι παρουσιάστηκε ένας κύριος και ζήτησε ένα γράμμα με τη διεύθυνση «Χορός της Όπερας». Ο υπάλληλος του γκισέ έδωσε αμέσως το συμφωνημένο σινιάλο στο μυστικό αστυνόμο. Άλλα έτυχε ακριβώς τη στιγμή εκείνη ο ντεντέκτιβ να έχει πάει να πιει την πρωινή του μπίρα, και όταν ξαναγύρισε το μόνο που μπόρεσαν να διαπιστώσουν ήταν ότι ο άγνωστος πήρε ένα αμαξάκι και απομακρύνθηκε σε άγνωστη διεύθυνση. Αλλά αμέσως άρχισε η δεύτερη πράξη της βιεννέζικης κωμωδίας. Σ’ εκείνη την εποχή με τα φιάκρα, εκείνα τα μοντέρνα και κομψά τροχοφόρα με τα δυο άλογα, ο αμαξάς έπαιρνε τον εαυτό του για πολύ διακεκριμένη προσωπικότητα για να καθαρίσει με τα χέρια του το αμάξι του. Έτσι σε κάθε στάση βρισκόταν ένας «καταβρεχτής», όπως τον λέγανε, που η δουλειά του ήταν να καθαρίζει τα αμάξια. Λοιπόν αυτός ο καταβρεχτής είχε ευτυχώς σημειώσει τον αριθμό του αμαξιού που έφευγε· έτσι σε ένα τέταρτο της ώρας ειδοποιήθηκαν όλα τα αστυνομικά τμήματα και το αμάξι ξαναβρέθηκε. Ο αμαξάς έδωσε την περιγραφή του κυρίου που είχε διατάξει να τον οδηγήσει στο καφενείο Κάιζερχοφ, όπου συναντούσα πάντα το συνταγματάρχη Ρεντλ, κι ακόμα, με μια ευτυχή σύμπτωση, βρήκαν ακόμα μέσα στο αμάξι και το μαχαίρι που είχε μεταχειριστεί για ν’ ανοίξει το φάκελο. Οι μυστικοί αστυνόμοι έτρεξαν αμέσως στο καφενείο Κάιζερχοφ. Ο κύριος που περίγραψαν είχε ξαναφύγει. Αλλά με όλη τη φυσικότητα τα γκαρσόνια δήλωσαν ότι αυτός ο κύριος δεν ήταν άλλος από τον παλιό θαμώνα τους, το συνταγματάρχη Ρεντλ, που είχε επιστρέψει στο ξενοδοχείο Κλόμσερ. Ο μυστικός αστυνόμος έμεινε αποσβολωμένος. Το μυστήριο άρχισε να εξηγείται. Ο συνταγματάρχης Ρεντλ, ανώτατος αρχηγός της αυστριακής κατασκοπείας, ήταν ταυτόχρονα και πληρωμένος κατάσκοπος του γενικού ρωσικού επιτελείου. Και δεν είχε μόνο πουλήσει τα μυστικά και τα σχέδια εισβολής, αλλά έμαθαν μαζί και πώς γινόταν ώστε όλοι οι Αυστριακοί κατάσκοποι που είχαν σταλεί απ’ αυτόν [τον] ίδιον στη Ρωσία είχαν όλοι τους ανεξαίρετα συλληφθεί και καταδικαστεί. Άρχισαν τότε να τηλεφωνούν απ’ όλες τις μεριές ώσπου να βρουν τον Κόνραδ φον Χαίτσεντορφ, τον αρχηγό του αυστριακού επιτελείου. Ένας μάρτυρας αυτής της σκηνής μου διηγήθηκε ότι με τα πρώτα λόγια που του είπαν έγινε άσπρος σαν πανί. Το νέο μεταδόθηκε τηλεφωνικώς στο αυτοκρατορικό παλάτι και ακολούθησαν οι συσκέψεις. Τι να κάνουν; Η αστυνομία στο μεταξύ είχε πάρει τα μέτρα της για να εμποδίσει το συνταγματάρχη Ρεντλ να δραπετεύσει. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να αφήσει το ξενοδοχείο και έδινε ακόμα μια παραγγελία στο θυρωρό, ένας μυστικός αστυνομικός τον πλησίασε χωρίς να τον πάρουν είδηση, του έδωσε το μαχαίρι της τσέπης και τον ρώτησε ευγενικά: «Μήπως, κύριε συνταγματάρχα, ξεχάσατε αυτό το μαχαίρι σ’ ένα αμάξι;» Εκείνο το δευτερόλεπτο ο Ρεντλ ήξερε ότι ήταν χαμένος. Όπου κι αν πήγαινε έβλεπε τα πολύ γνωστά του πρόσωπα των μυστικών αστυνομικών που τον παρακολουθούσαν, και όταν γύρισε στο ξενοδοχείο του, δύο αξιωματικοί τον ακολούθησαν στο δωμάτιό του και ακούμπησαν μπροστά του ένα περίστροφο. Στο μεταξύ είχαν αποφασίσει στο Χόφμπουργκ ότι αυτή η τόσο ατιμωτική για τον αυστριακό στρατό πράξη έπρεπε να τελειώσει με όσο μπορούσε λιγότερο θόρυβο. Ώς τις δύο το πρωί οι δυο αξιωματικοί περιπολούσαν μπρος στο δωμάτιο του Ρεντλ στο ξενοδοχείο Κλόμσερ. Εκείνη την ώρα μόνο ακούστηκε ο πυροβολισμός από μέσα.

Την άλλη μέρα οι βράδυνες εφημερίδες έγραψαν ένα μικρό νεκρολογικό σημείωμα για το συνταγματάρχη Ρεντλ, που είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες και που πέθανε ξαφνικά. Αλλά σ’ αυτή την καταδίωξη είχαν μπλεχτεί πάρα πολλά πρόσωπα ώστε δεν μπορούσε να κρατηθεί μυστική η υπόθεση. Σιγά σιγά μάθαιναν περισσότερες λεπτομέρειες, που εξηγούσαν ψυχολογικά πολλά ενδιαφέροντα πράγματα. Ο συνταγματάρχης Ρεντλ ήταν, χωρίς να το ξέρουν ούτε οι ανώτεροι ούτε οι συνάδελφοί του, ένας ομοφυλόφιλος, και από πολλά χρόνια το θύμα εκβιαστών, που τελικά τον έσπρωξαν σ’ αυτό το απελπισμένο μέσο. Ένα ρίγος τρόμου διέτρεξε όλο το στρατό. Όλος ο κόσμος ήξερε ότι σε περίπτωση πολέμου αυτός ο άνθρωπος, μόνος του, θα στοίχιζε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, και η μοναρχία θα σπρωχνόταν απ’ αυτόν στο βάραθρο· και μόνο εκείνη τη στιγμή καταλάβαμε στην Αυστρία πόσο κοντά στον πόλεμο είμαστε τον προηγούμενο χρόνο.

* *

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η αγωνία μού έσφιξε το λαιμό. Την άλλη μέρα συνάντησα τυχαία τη Μπέρτα φον Ζούτνερ, τη μεγάλη και γενναιόψυχη Κασσάνδρα της εποχής μας. Αριστοκράτισσα, καταγόταν από τις πιο παλιές οικογένειες, είχε ζήσει στην πρώτη της νεότητα τη φρίκη του πολέμου του 1866 στα περίχωρα του πύργου των προγόνων της στη Βοημία. Και με το πάθος μιας Φλωρεντίας Νιχτινγκάλε ανάλαβε για μοναδικό σκοπό στη ζωή της να εμποδίσει έναν δεύτερο πόλεμο, να εμποδίσει γενικά τον πόλεμο. Έγραψε ένα μυθιστόρημα, «Κάτω τα όπλα», που είχε παγκόσμια επιτυχία, οργάνωσε αναρίθμητα ειρηνιστικά συνέδρια και ο θρίαμβος της ζωής της ήταν ότι ξύπνησε τη συνείδηση του Αλφρέδου Νόμπελ, του εφευρέτη της δυναμίτιδας, και τον έπεισε να ιδρύσει το βραβείο Νόμπελ της ειρήνης και της διεθνούς συνεννόησης, για να επανορθώσει το κακό που είχε προξενήσει με τη δυναμίτιδά του. Με πλησίασε καταστενοχωρημένη. «Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τι γίνεται», φώναξε με δυνατή φωνή στη μέση του δρόμου, αυτή που συνήθως ήταν τόσο ήρεμη, τόσο ευγενική και τόσο ειρηνική όταν σου μιλούσε. «Ο πόλεμος έχει ήδη κηρυχθεί, και γι’ άλλη μια φορά μάς έκρυψαν τα πάντα, κράτησαν τα πάντα μυστικά. Γιατί μένετε με δεμένα τα χέρια, εσείς οι νέοι άνθρωποι; Εσάς αφορά πρώτα απ’ όλους! Υπερασπιστείτε τους εαυτούς σας, συσπειρωθείτε! Μην αφήνετε να τα κάνουν όλα πάντα μερικές γριές γυναίκες που δεν τις ακούει κανένας».

Της είπα ότι πήγαινα στο Παρίσι· ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε μια προσπάθεια για μια κοινή εκδήλωση. «Γιατί ίσως;» με πίεσε. «Η κατάσταση είναι χειρότερη από κάθε άλλη φορά. Η μηχανή άρχισε κιόλας να δουλεύει». Δυσκολεύτηκα να την καθησυχάσω, αφού κι εγώ ήμουνα πολύ ανήσυχος.

Αλλά ακριβώς στη Γαλλία χρειάστηκε να θυμηθώ, χάρη σ’ ένα δεύτερο τελείως προσωπικό επεισόδιο, σε ποιο σημείο η γριά γυναίκα, που δεν την παίρναν καθόλου στα σοβαρά στη Βιέννη, είχε δει με προφητικό μάτι το μέλλον. Ήταν ένα πολύ μικρό επεισόδιο, που μου έκανε όμως μια ιδιαίτερα δυνατή εντύπωση. Την άνοιξη του 1914 είχα φύγει με μια φίλη μου για την Τυραίν, για να επισκεφτώ τον τάφο του Λεονάρδο ντα Βίντσι. Περπατούσαμε ώρες ολόκληρες στις ηλιόλουστες και απαλές όχθες του Λουάρ, και το βράδυ είμαστε στ’ αλήθεια κουρασμένοι. Όταν φτάσαμε στη μισοκοιμισμένη πόλη της Τουρ, αποφασίσαμε να πάμε στον κινηματογράφο, αφού πριν πήγα και υποκλίθηκα στο γενέθλιο σπίτι του Μπαλζάκ.

Ήταν ένας μικρός συνοικιακός κινηματογράφος που δεν έμοιαζε σε τίποτα με τα μοντέρνα μέγαρα από χρώμιο και αστραφτερό γυαλί· μια αίθουσα προσαρμοσμένη όπως όπως για το σκοπό της και γεμάτη από κοσμάκη: εργάτες, στρατιώτες, περιβολάρηδες, το πραγματικό κοινό δηλαδή, που φλυαρούσε χαριτωμένα και, μ’ όλο που απαγορευόταν το κάπνισμα, η αίθουσα τη γεμάτη από σύννεφα καπνού από πρόστυχα και στρατιωτικά τσιγάρα. Στην αρχή παρουσίασαν τα επίκαιρα. Ένας ναυτικός αγώνας στην Αγγλία· οι άνθρωποι φλυαρούσαν και γελούσαν. Ακολούθησε μια στρατιωτική παρέλαση στη Γαλλία· κι εδώ πάλι οι θεατές δεν έδειξαν πολύ ενδιαφέρον. Τρίτος πίνακας: «ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος επισκέφτεται τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ». Γνώρισα αμέσως στο πανί την αποβάθρα του φρικτού σιδηροδρομικού σταθμού της Δύσης στη Βιέννη, όπου μερικοί αστυνομικοί περίμεναν την άφιξη του τρένου. Έπειτα ένα σινιάλο: ο γέρος αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ, που προχωρούσε μπρος από την τιμητική φρουρά για να υποδεχθεί το φιλοξενούμενό του. Όταν φάνηκε στο πανί, και λίγο κυρτωμένος κιόλας, με κάπως ασταθές βήμα, προχώρησε μπρος στη σειρά της παράταξης. Οι Τουραγκέζοι κορόιδεψαν χαριτωμένα το γεροντάκο με τις άσπρες του φαβορίτες. Έπειτα το τρένο μπήκε στο σταθμό, το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο βαγόνι. Η πόρτα του βαγκόν-σαλόν άνοιξε, και κατέβηκε ο Γουλιέλμος Β΄ με το καλοστριμμένο μουστάκι του και με στολή Αυστριακού στρατηγού.

Τη στιγμή που ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος φάνηκε στην οθόνη ξέσπασε αυθόρμητα μέσα στη σκοτεινή αίθουσα μια οχλαγωγία από σφυρίγματα και ποδοχτυπήματα. Όλος ό κόσμος φώναζε και γιουχάιζε, οι άντρες, οι γυναίκες, τα παιδιά. Έφτυναν σαν να τους είχαν προσβάλλει προσωπικά. Φοβήθηκα, φοβήθηκα από τα βάθη της ψυχής μου. Γιατί ένοιωθα πόσο η δηλητηρίαση από την προπαγάνδα του μίσους, που γινόταν τόσα χρόνια τώρα, θα ’πρεπε να είχε κερδίσει έδαφος, αφού εδώ, σε μια επαρχιακή πόλη, οι απονήρευτοι αστοί και στρατιώτες ερεθίστηκαν σε τέτοιο σημείο ενάντια στον αυτοκράτορα, ενάντια στη Γερμανία, ώστε έφτανε μια φευγαλέα εικόνα στο πανί του κινηματογράφου για να βάλει φωτιά στο μπαρούτι. Αυτό κράτησε ένα δευτερόλεπτο, ένα μόνο δευτερόλεπτο. Όταν ακολούθησαν άλλες εικόνες όλα ξεχάστηκαν. Οι άνθρωποι γελούσαν τώρα με την καρδιά τους στο κωμικό φιλμ που ξετυλιγόταν και χτυπούσαν αστεία ο ένας τον άλλον στα μεριά. Εκείνο εκεί δεν κράτησε παρά ένα δευτερόλεπτο, που μου απόδειξε ώς ποιο σημείο ήταν εύκολο σε μια στιγμή σοβαρής κρίσης να ξεσηκωθούν οι λαοί κι από τις δυο μεριές των συνόρων, παρ’ όλες τις προσπάθειες για συμβιβασμό, παρ’ όλες τις δικές μας προσπάθειες.

Όλη εκείνη η βραδιά είχε χαλάσει για μένα. Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Αν αυτό γινόταν στο Παρίσι, θα ανησυχούσα, αλλά δεν θα ταραζόμουνα σ’ αυτό το σημείο. Αλλά το ότι το μίσος είχε διαβρώσει ώς το βάθος την επαρχία, ώς το βάθος τον αξιαγάπητο και αφελή λαό, αυτό με έκανε να αναρριγώ. Τις επόμενες μέρες διηγόμουνα αυτό το επεισόδιο στους φίλους μου. Οι περισσότεροι δεν το πήραν στα σοβαρά: «Και μεις κοροϊδέψαμε για καλά τη χοντρή βασίλισσα Βικτωρία, εμείς οι Γάλλοι, και δυο χρόνια αργότερα συμμαχήσαμε με την Αγγλία. Δεν τους ξέρεις τους Γάλλους. Η πολιτική δεν μπαίνει πολύ βαθειά μέσα τους». Μόνο ο [Ρομαίν] Ρολλάν έβλεπε αλλιώτικα : «Όσο πιο αφελής είναι ένας λαός, τόσο είναι πιο εύκολο να τον παρασύρεις» (...). Μιλήσαμε μια ώρα ακόμα για το διεθνές σοσιαλιστικό συνέδριο που θα γινόταν στη Βιέννη το άλλο καλοκαίρι, αλλά κι εδώ ακόμα ο Ρολλάν ήταν πιο δύσπιστος από τους άλλους. «Ποιος ξέρει πόσοι θα είναι εκείνοι που θα κρατήσουν όταν θα τοιχοκολληθούν οι διαταγές της επιστράτευσης. Έχουμε μπει σε μια εποχή μεγάλων μαγικών αισθημάτων και ομαδικών υστεριών, και δεν μπορούμε να υπολογίσουμε την δύναμή τους σε περίπτωση πολέμου».

Αλλά, το είπα κι άλλη φορά, τέτοιες στιγμές ανησυχίας πετούσαν σαν ιστοί αράχνης στον αέρα. Σκεφτόμαστε καμιά φορά τον πόλεμο, περίπου όπως θυμόμαστε σε κάποια ευκαιρία το θάνατο: σαν κάτι το πιθανό, χωρίς άλλο το πολύ μακρινό. Και το Παρίσι ήταν πάρα πολύ ωραίο εκείνες τις ανοιξιάτικες μέρες, κι εμείς είμαστε πολύ νέοι και πολύ ευτυχισμένοι.

(...) Οι φίλοι μου με αγαπούσαν όσο ποτέ, και είχα αποκτήσει και καινούργιους σ’ αυτή την ξένη χώρα, σ’ αυτή την «εχθρική» χώρα. Η πόλη ήταν πιο ξέγνοιαστη από κάθε άλλη φορά κι έτσι κοντά στη δική της ξεγνοιασιά, αγαπούσε κανείς και τη δική του. Εκείνες τις τελευταίες μέρες συνόδεψα [ένα Γάλλο φίλο] για μια διάλεξή του στη Ρουέν. Στεκόμαστε τη νύχτα μπροστά στην μητρόπολή της, που τα τόξα της έλαμπαν μαγικά στο φως του φεγγαριού. Τέτοια θαύματα γλυκύτητας μπορούσαν ακόμα να ανήκουν σε μια «πατρίδα»; Δεν ανήκαν τάχα σε όλους μας;

(...) Χωρίς να νιώθω κανένα φόβο αποχαιρέτησα το Παρίσι μ’ ένα ξέγνοιαστο αποχαιρετισμό, χωρίς καμιά αισθηματολογία, όπως αφήνουμε το σπίτι μας για μερικές βδομάδες. Είχα χαράξει καλά το σχέδιό μου για τους επόμενους μήνες. Ήθελα, αποτραβηγμένος σε κάποια εξοχή της Αυστρίας, να προχωρήσω την εργασία μου για το Ντοστογιέφσκι (που δεν κατάφερε να εκδοθεί παρά ύστερα από πέντε χρόνια), κι έτσι να τελειώσω το βιβλίο μου «Οι τρεις δάσκαλοι», όπου θα έδειχνα τρία από τα μεγαλύτερα έθνη στους πιο μεγάλους τους μυθιστοριογράφους. (...) Το χειμώνα θα έκανα ίσως το ταξίδι μου στη Ρωσία που από καιρό σχεδίαζα με το σκοπό να δημιουργήσω μια ομάδα για την πνευματική μας επικοινωνία. Όλα ήταν ενιαία και σαφή στα μάτια μου· σ’ εκείνα τα τριανταδυό μου χρόνια ο κόσμος μού προσφερόταν ωραίος και γεμάτος νόημα σαν μια θελκτική οπώρα σ’ εκείνο το αχτινοβόλο καλοκαίρι. Και τον αγαπούσα για το παρόν του, και για το ακόμα ωραιότερο μέλλον του.

Τότε, στις 28 Ιουνίου 1914, ξέσπασε στο Σεράγεβο αυτή η πιστολιά που μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο σύντριψε σε χίλια κομμάτια, σαν άδειο πήλινο βάζο, όλον αυτόν τον κόσμο της σιγουριάς και της δημιουργικής λογικής, όπου είχαμε ανατραφεί, είχαμε μεγαλώσει και εγκλιματιστεί.

Στέφαν Τσβάιχ. Ο χθεσινός κόσμος (αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου). Μετάφραση Μίνας Ζωγράφου – Κωστή Μεραναίου. Αθήνα: Εκδόσεις Σύγχρονης Λογοτεχνίας, 1954.




Με την αφήγηση του Τσβάιχ μας δίνεται μια άποψη της Υπόθεσης Ρεντλ από άλλη γωνία (όχι ότι μας ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες, αυτές θα τις αποκόμισε ασφαλώς από τον τύπο της εποχής —το ενδιαφέρον βρίσκεται στην απήχηση που είχαν όλα αυτά στη συλλογική συνείδηση). Αλλά ταυτόχρονα ο Τσβάιχ μας μπάζει σε έναν άλλο στίβο, που τον βρίσκω ενδιαφέροντα και θα ήθελα να τον ακολουθήσω: αισθάνεται με όλη τη δύναμη της ψυχής του ότι ανήκει σε έναν κύκλο ανώτερων ανθρώπων, σε μια οιονεί «δημοκρατία του πνεύματος» όλων των Ευρωπαίων, που αίρεται πάνω από τους οποιουσδήποτε διαχωρισμούς, και μιλά σαν εκπρόσωπός της.

Όσοι ενδιαφέρεστε να ακολουθήσετε τούτο το περιδιάβασμα, κρατήστε στη μνήμη «το διεθνές σοσιαλιστικό συνέδριο που θα γινόταν στη Βιέννη το άλλο καλοκαίρι» (του 1914). Θα μας χρειαστεί.

Υ.Γ. 1. Το βιβλίο του Τσβάιχ Die Welt von Gestern, Erinnerungen eines Europäers μεταφράστηκε τρεις (!) φορές στα ελληνικά:
  • ως Ο χθεσινός κόσμος (αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου). Μετάφραση Μίνας Ζωγράφου – Κωστή Μεραναίου (Αθήνα: Εκδόσεις Σύγχρονης Λογοτεχνίας, 1954),
  • ως Ο χθεσινός κόσμος: αυτοβιογραφία. Μεταφράση Μαρίας Αυγέρου (Αθήνα: Εκδόσεις Όμηρος, 1961),
  • και ως Ο κόσμος του χθες: αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου. Μετάφραση Αλεξίας Καλανταρίδου, Τατιάνας Λιάνη (Αθήνα: Εκδόσεις Printa, 2006).
Υ.Γ. 2. Σε δύο σημεία όπου η μετάφραση του 1954 χωλαίνει αντικατέστησα το κείμενο με αποσπάσματα από τη μετάφραση του 2006 (τα μέρη έχουν αχνότερο χρώμα).
Υ.Γ. 3. Κράτησα ορισμένες μεταφραστικές γραφικότητες ανέγγιχτες. Έχουν κι αυτές τη χάρη τους :)
 
Last edited:

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ας αναφέρω κι εγώ, μια και δεν το έκανε κανείς ως τώρα, ότι στην ταινία παίζει και η Αθηνά Παπαδημητρίου (και θέλω να δω ποιος θα την έγραφε Ατινά Παπαντιμιτρίου...)
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Επίσης, δυο μικρά σχόλια αυστρογνωσίας, με αφορμή το μεταφρασμένο κείμενο του Τσβάιχ:

Τα φιάκρα (πρώτη φορά το είδα έτσι στα ελληνικά, αλλά υποθέτω ότι θα ήταν γνωστό και από τη γαλλική ή την αγγλική χρήση της λέξης) είναι οι παραδοσιακές άμαξες της Βιέννης που ονομάζονται στα ντόπια γερμανικά Fiaker.

Όσο για τη νομπελίστρια Μπέρτα φον Ζούτνερ, ίσως την έχετε στην τσέπη σας μαζί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αυτή τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις αράδες.

Έγιναν απίστευτα πολλά μέσα σε αυτά τα 100 χρόνια...
 

nickel

Administrator
Staff member
Ευχαριστούμε πολύ για τον Τσβάιχ. Ήταν από τις ευχές μου που εκπληρώνονται χωρίς καν να τις εκφράσω δημόσια. :-)

Ως προς τη μετάφραση, ναι, θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε κάποια. Ο Λουάρ για τον Λίγηρα έχει πια ευρύτερη αποδοχή, αλλά η Φλωρεντία Νιχτινγκάλε είναι πολύ διασκεδαστική επιλογή.

Κρατώ στη μνήμη μου το «διεθνές σοσιαλιστικό συνέδριο που θα γινόταν στη Βιέννη το άλλο καλοκαίρι» (του 1914) και περιμένω να δω πού θα μας χρειαστεί.
 
Σκηνοθέτης "Σαμπό", πάντως, δεν υπάρχει. Ουγγρική λέξη που να μην τονίζεται στην πρώτη συλλαβή δεν υπάρχει. Ο παλιοτόνος μπαίνει για να δείξει ότι εδώ το φωνήεν είναι μακρό. :)

Η "Τυραίν" δεν με ξενίζει καθόλου και δεν μου φαίνεται και κακή επιλογή. Ο Λουάρ με εκπλήσσει λιγάκι, μια και το όνομα του ποταμού έχει παλαιόθεν εξελληνισθεί (δηλαδή από τα χρόνια του Πολύβιου και του Στράβωνα). Η "Νιχτινγκάλε" είναι απλώς κουκουρούκου.
 
Top