Θησέα σε όσες λέξεις είναι με κίτρινο, δεν εμφανίζονται όλα τα γράμματα. Μάλλον έχω αρχαίο αντρόιντ.
βῆσσα, Dor. βᾶσσα, ἡ, poet. Noun, wooded combe, glen, in Hom. mostly οὔρεοσ ἐν βήσσῃσ in the mountain glens, Il.3.34, al.; ἐν καλῇ βήσσῃ 18.588, cf. Od.19.435; κοίλη δ' ὑποδέδρομε βῆσσα τρηχεῖα...