εκπιπτόμενος ΦΠΑ
Με μεγάλη χαρά θα το κάνω.
Αναφέρει τα ακόλουθα:
εκπίπτω (ρ. αμετ., αόρ. εξέπεσον, ΝΕΓ εξέπεσα, μετ. πρκμ. εκπεπτωκός και ΝΕΓ εκπεσμένος) Κυρίως μετ' αυτοπαθούς και παθητικής σημασίας, πίπτω έξω, κν. πέφτω έξω: εκπίπτω δίφρου, έξω από τον δίφρον(.) ναυαγός εξέπεσεν εις...