Καλησπέρα.
Καταρχάς, Νίκελ, να αναγνωρίσω ότι, εν τη ρύμη του… ντιμπέιτ, μάλλον μου διέλαθε το εύρος του σαρκασμού σου. Διαβάζω όμως αρκετά χρόνια τις αναρτήσεις σου στη Λεξιλογία για να ξέρω ότι είσαι ανεξάντλητη πηγή έγκριτων πληροφοριών και νηφάλιων γνωμοδοτήσεων (και πάλι λίγα λέω, ελάχιστα), οπότε όχι, δεν ανησύχησα ούτε κατά διάνοια μην τυχόν και υπαινίσσεσαι ότι οι κυβερνήσεις οφείλουν να διασφαλίσουν την περαιτέρω αποχαύνωση των καταναλωτικών μαζών.
Απλά την είδα έτσι τη φράση «θα πρέπει να υπάρχουν καταναλωτές των έργων της ΤΝ«, και κάπως μου χτύπησε στο μάτι· τη συσχέτισα κιόλας με όσα έγραψα στο #22 και σκέφτηκα ότι στο (απευκταίο επαλαμβάνω) σενάριο όπου η μάζα αδιαφορεί για το κατά πόσο το εκάστοτε
τέχνεργο, που λες κι εσύ, είναι προϊόν ΤΝ ή όχι, η ύπαρξη καταναλωτών ΤΝ είναι εξίσου εξασφαλισμένη όσο κι η ύπαρξη καταναλωτών μουσικής καληώρα…
Αλλά πάνω στη βιάση μου να απαντήσω/αντιδράσω, μάλλον δεν έδωσα στον αναγνώστη του νήματος να καταλάβει ότι το ερώτημα με το οποίο έκλεισα την προηγούμενή μου ανάρτηση (
Γιατί «θα πρέπει»;) είναι επί της ουσίας ρητορικό. Με άλλα λόγια: γιατί ρε γαμώτο να μη διαφαίνεται ένα μέλλον όπου ακόμα κι ο πολύς ο κόσμος
δεν θα προσπερνάει αψήφιστα το γεγονός ότι το τάδε κομμάτι είναι προϊόν ΤΝ, κι αυτό σημαίνει ότι
δεν υπήρξε κανείς που να μπήκε στον κόπο να εκφράσει κάπως τα σώψυχά του, ούτε υπήρξε κανείς που να βρέθηκε σε στούντιο και να ηχογράφησε αυτήν την κατά τ' άλλα αληθοφανέστατη φωνή που ακούς, κι όλο αυτό
δεν μπορούμε να το προσπερνάμε σαν λεπτομέρεια. Γιατί; (Διερωτάται ο ρομαντικός μέσα μου…)
Με τα παραπάνω ελπίζω να λύνεται η πρώτη μας παρεξήγηση.
Στο ζήτημα της εξασφάλισης καταναλωτών ΤΝ, να προσθέσω εντωμεταξύ ότι, όπως την κόβω εγώ τουλάχιστον τη δουλειά, η ΤΝ θα παρέχεται υπό συνδρομητικό καθεστώς, κι αν ξερωγώ συμπεριληφθεί κιόλας και σε τίποτα πακέτα μαζί με άλλες υπηρεσίες, τότε θα καταναλώνουμε και θα λέμε κι ευχαριστώ. Πρώτη φορά δε θα 'ναι.
Για τα φρένα και τα τακάκια δεν έχω κάτι να πω – συμφωνούμε.
Πάμε όμως τώρα και στα δύσκολα. ( Δύσκολα για μένα.

)
Προδίδεις ανασφάλεια ως προς τις προσωπικές σου μουσικές προτιμήσεις, επειδή κάπου είχα δηλώσει ότι κάποια από τα πράγματα που ακούς είναι κουραστικά για τα δικά μου αφτιά. Μπερδεύεις όμως, αν ισχύει αυτό, τα θέματα ποιότητας με τα θέματα των προσωπικών προτιμήσεων. Λοιπόν, αξιολογικά συστήματα υπάρχουν —επίσημα και ανεπίσημα (προσωπικά, υποκειμενικά)— για τα πάντα. Με βάση αυτό το γεγονός είπα ότι «Η περισσότερη μουσική που καταναλώνει ο μέσος ακροατής είναι ποιοτικά κάτω από τα επίπεδα που φτιάχνει η ΤΝ». Κυρίως, επειδή η ΤΝ μπορεί να αξιοποιήσει αξιολογικά συστήματα, τόσο τα επίσημα όσο και τα ανεπίσημα, για να φτιάχνει μουσική που θα γίνεται όλο και πιο άρτια. Κράτα το αυτό σημείωση και θα με θυμηθείς.
Χμ (είπα από μέσα μου)…
Ψάρωσα και λίγο, μπορώ να πω, τα 'βαλα κάτω όμως, τα σκέφτηκα, και κατέληξα ότι μάλλον λάθος εντύπωση έδωσα.
Μια χαρά ικανός θεωρώ πως είμαι να ξεσκαρτάρω τις προσωπικές μου προτιμήσεις από αξιολογικά κριτήρια που δικαιούνται ν' ακουστούν σ' έναν σχετικό δημόσιο διάλογο.
Ας θυμηθούμε και τι είχα γράψει εγώ προηγουμένως.
Η τέχνη είναι έκφραση συναισθηματικών –ή και νευροχημικών, αν θέλετε να τα πούμε πιο λιανά και απομυθοποιημένα– καταστάσεων, και είτε σας αρέσει είτε όχι, αυτό ισχύει τόσο για τον Ερίκ Σατί όσο και για τον τράπερ της γειτονιάς σας – απλά η νευροχημεία του δεύτερου αποτελεί κοινωνικό πρόβλημα…
Εδώ ελπίζω γίνεται κατανοητό ότι εμένανε ο Σατί μ' αρέσει, όχι η τραπ. Τώρα είναι υποκειμενικό αυτό, ή είναι μια αντίληψη περί ποιότητας, βασισμένη σε υπαρκτά αξιολογικά συστήματα, που λες κι εσύ; Χρόνου επιτρέποντος, θα επανέλθω στο ερώτημα. Αλλά και να μην επανέλθω, δεν νομίζω να διαφωνούμε πουθενά. Οπότε πάμε παρακάτω για την ώρα:
Για να το πω κι αλλιώς, εγώ τη λεγόμενη «ποιότητα» τη βρίσκω σε κομμάτια που αποπνέουν λύτρωση, φαντασία, τσαγανό, και που δεν ζέχνουν ούτε Εγώ, ούτε καγκουριά, ούτε «τεχνοκρατία» που έλεγε κάποτε κι ο Σιδηρόπουλος – κριτήρια θεμιτά, θαρρώ, μα παντελώς άσχετα με το όλο paradigm του καπιταλισμού…
Αυτή η παράγραφος μπορεί, ομολογουμένως, με μια πρώτη ματιά, να μοιάζει τελείως υποκειμενική, αλλά έχω την αίσθηση ότι κατά βάθος δεν είναι, οπότε θα κάνω μια απόπειρα να την αναλύσω, κάπως πιο εννοιολογικά: Το
τσαγανό, λέω να μην το ψειρίσω – σου το δίνω: ας πούμε ότι μιλάει το υποκειμενικό μου γούστο. Κι επειδή θα 'θελα να 'μουν χουβαρντάς

ας πούμε το ίδιο και για τη
φαντασία. Αυτό που λέω για τη
λύτρωση, όμως, σίγουρα θα το 'χουνε θίξει και πιο έγκριτα κεφάλια από μένα, δεν μπορεί. Βιβλία ομολογώ πως δεν έχω διαβάσει επί του θέματος, αλλά έχω διαβάσει άρθρα, έχω ακούσει πόντκαστ, έχω παρακολουθήσει συνεντεύξεις και συζητήσεις. Έχω, στην τελική, εγώ ο ίδιος, αφουγκραστεί και βιώσει κάμποσα τέχνεργα. Τόσα που και τα δεκαπλάσια να αντιπαραθέσει κάποιος, πάλι λίγα δεν τα λες. Κι εδώ δεν μιλάμε αποκλειστικά για τη μουσική. Μιλάμε για κάθε μορφή τέχνης. Στο κάτω κάτω κιόλας δηλαδή, θαρρώ πως οι περισσότεροι καλλιτέχνες οικουμενικής αναγνώρισης ανά την ανθρώπινη ιστορία, είναι άνθρωποι που έτσι και τους πήρες την τέχνη τους, τους πήρες τη ζωή. Γι' αυτήν ξυπνάνε το πρωί, γι' αυτήν αναπνέουν, και χωρίς αυτήν, δεν τους χωράει ο τόπος – «κυριολεκτικά» – κι είναι μεγάλο μαρτύριο να μη σε χωράει ο τόπος. Οπότε, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να αμφισβητούμε τον ισχυρισμό ότι η συντριπτική πλειοψηφία των δειγμάτων
μεγάλης τέχνης που μας έχει προσφέρει ο άνθρωπος υπήρξαν λυτρωτικά.
Εδώ όμως είναι που αποκτά κομβική σημασία το ερώτημα αν το αξιολογικό μας σύστημα βασίζεται σε κριτήρια αξιολόγησης
τέχνης ή κριτήρια αξιολόγησης
προϊόντων. Γιατί στην αξιολόγηση τέχνης, δεν ξέρω πού ακριβώς έχεις κατά νου να με παραπέμψεις όταν λες ότι υπάρχουν «επίσημα» αξιολογικά συστήματα… Το πιο οικουμενικά αναγνωρισμένο κριτήριο που έχω υπόψη μου θαρρώ πως είναι αυτό της διαχρονικότητας – να 'ναι δηλαδή το τέχνεργο "timeless" που λένε. Κατά τ' άλλα, αυτό που ξέρω –ακόμα και χωρίς να παίρνω κάποια συγκεκριμένη θέση ο ίδιος– είναι ότι όλα είναι κάπως…
open to interpretation and debate – σε μεγαλύτερο αν μη τι άλλο βαθμό απ' ό,τι στην αξιολόγηση προϊόντων, γιατί εκεί η ποσοτικοποίηση είναι αλύπητη. Επειδή όμως η λύτρωση δεν πολυποσοτικοποιείται, κι επειδή εμείς, οι οιονεί αξιολογητές, δεν διαθέτουμε τον χρόνο (βλ. το προσδόκιμο ζωής) για να μπορούμε να αποφανθούμε περί διαχρονικότητας όσον αφορά τη σήμερα παραγόμενη τέχνη, φέρνουμε στην κουβέντα εκτελεστικές τεχνικές, ή θεματολογικές λεπτομέρειες, ή «περιρρέοντα» καλλιτεχνικά ρεύματα (π.χ. genres) που δήθεν (ή και όντως) αντικατοπτρίζουν, αντίστοιχα, την ψυχική διάθεση του καλλιτέχνη, ή κάποιο αδιέξοδο που βιώνει τη δεδομένη στιγμή ξερωγώ, ή κάποια κοινωνική δυναμική στην οποία τυχαίνει να έχει μια άλφα συμμετοχή. Αλλά η αλήθεια κατά κανόνα είναι πως τέτοιες «αρετές»
προκύπτουν –συμπτωματικά– χωρίς να τις έχουν σκεφτεί καθόλου οι καλλιτέχνες. Οι καλλιτέχνες απλά ακολουθούν ένα ένστικτο. Και οδηγούνται στην (εφήμερη έστω) λύτρωση. Οι ίδιοι τουλάχιστον έτσι λένε… Απ' ό,τι έχω καταλάβει εγώ, η αγωνία τους είναι να αποτυπώσουν στο έργο τους τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται – όχι να εξασκήσουν κάποια συγκεκριμένη τεχνική, ούτε να εξερευνήσουν κάποια συγκεκριμένη θεματολογία ή κάποιο συγκεκριμένο genre. Και μάλλον (τώρα μιλάει πάλι ο ρομαντικός μέσα μου) η λύτρωση απ' αυτήν την αγωνία είναι που με κάποιον μαγευτικό τρόπο καθιστά timeless το τέχνεργο. Κάπως σαν να μετουσιώνεται ο καμβάς, η μαγνητοταινία, το πιάνο, ή και το πεντάγραμμο ακόμα, ή κι η σελίδα του βιβλίου, σε
αγωγό βιωμάτων, και μας σηκώνεται η τρίχα, ή ξεροκαταπίνουμε ξερωγώ… Αυτό δεν είναι η λεγόμενη
μέθεξη;
Λυτρωτικότητα, διαχρονικότητα και μέθεξη, λοιπόν: τρία «μεγέθη», που δεν φαντάζομαι να είμαι ο πρώτος που τα προτείνει ως… δυνητικά πανθομολογούμενης σημασίας κριτήρια αξιολόγησης
τέχνης – όχι
προϊόντων. Μα που και τα τρία –είπαμε– καλώς ή κακώς δύσκολα αξιολογούνται στη σήμερα, επαναλαμβάνω, παραγόμενη τέχνη, πόσο μάλλον σε μία πραγματικότητα με συμβόλαια και ατζέντηδες και στρατηγικές μάρκετινγκ, με deadlines, με στάθμιση επικινδυνότητας επενδύσεων και με χίλια δυο άλλα τέτοια… Στα δικά μου μάτια, φαντάζουν
και αυτά τα κριτήρια (όπως και τα ίσως πιο υποκειμενικά
φαντασία και
τσαγανό) «παντελώς άσχετα με το όλο paradigm του καπιταλισμού». Δε λέω σώνει και ντε ότι αντίκεινται σ' αυτό. Λέω ότι είναι
ασύμβατα πεδία που λένε και στη στερεομετρία αν τα θυμάμαι σωστά.
Οπότε πιανόμαστε από ζητήματα τεχνικής, θεματολογίας, genre κ.α. Εγώ τουλάχιστον αυτό βλέπω να συμβαίνει. Και σπεύδουμε… άλλοι να αποθεώσουμε τις πινελιές του Ρέμπραντ λόγου χάρη, ή να δηλώσουμε φαν της επιστημονικής φαντασίας ή της τζαζ, κι άλλοι να αφορίσουμε είτε επιμέρους το εκάστοτε εκτελεστικά άτεχνο τέχνεργο, είτε συλλήβδην τα superherero movies ή την χιπ-χοπ ξερωγώ ως μη-τέχνη ή μη-μουσική. Και συνήθως περνάει ο καιρός, κι επέρχεται μια κάποια ζύμωση, και αναθεωρούνται τυχόν αφοριστικές αντιλήψεις, και λίγο λίγο, διαμορφώνεται ένα αξιολογικό σύστημα με χίλια δυο υποκαλούπια όπου «όλοι οι καλοί χωράνε», το οποίο σιγά σιγά αφομοιώνεται και από τους θεσμούς που υποτίθεται ότι πρεσβεύουν την έννοια της επισημότητας στον εκάστοτε χώρο, δηλαδή τα μουσικά πανεπιστήμια και τα ωδεία, στην περίπτωση της μουσικής. Από τα οποία, μια στο τόσο –δε λέω– θα βγουν διαμάντια. Για κάθε διαμάντι, όμως, βγαίνει και μια ορδή διαπιστευμένων επαγγελματιών, με κραυγαλέο όμως έλλειμμα δημιουργικότητας. (Ίσως γιατί δεν έχουν από τι να λυτρωθούν…) Και κάπου εκεί, θεωρώ, η τέχνη καταντά θέαμα (κι ας είναι και λίαν sophisticated ενίοτε), κι η μέθεξη ανάγεται σε εντυπωσιασμό. Και προκύπτει αυτό που καταλαβαίνω (εγώ) ότι εννοούσε ο Σιδηρόπουλος όταν έλεγε «τεχνοκρατία»: το να αποκτά η τέχνη κύρος χάρη στην εκτελεστική της αρτιότητα, όσο αποστειρωμένη κι αν είναι αυτή. Και να ψάχνεις σώψυχα και να μη βρίσκεις.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια εκλαϊκευμένη (και συνεπώς πιο προβεβλημένη) βερσιόν του ίδιου φαινομένου είναι τα talent shows.
Ο Steve Jordan (στον οποίο θα επανέλθω για όσους δεν τον γνωρίζουν), τα έχει πει πολύ καλύτερα από μένα:
S J : American Idol […] truncated and flipped upside down the whole creative process of music: You have some judges telling you do this trick, and do this trick, and do this trick, and you'll make it. That's not how it goes! And then they do this show, tributing a famous artist who's a composer or whatever. So they'll do like a Bruce Springsteen show, you know, where you do all of Bruce's music, or Bob Dylan's music…
Do you think that Bob Dylan would have gotten to stage 2 on American Idol, through the auditions system, if they had heard him sing?
R B : No way.
S J : Hello? Think of all the people: Neil Young…
R B : Never.
S J : You know, let's think of all the great artists, creative people that we've had in society, that would not have gotten past the first stage of auditions on American Idol. Because they can't do a 'run' like Mariah Carey or something. OK? It's absolutely absurd; and it's ruined the creative process for a generation of people. Alright? So, that's what I think of that.
Το απόσπασμα το βρίσκετε κάπου στο 22:22 του βίντεο (ίσως το αγαπημένο μου απ' όλη την αρχειοθήκη του Beato):
«Τεχνοκρατία» λοιπόν και στο λεγόμενο mainstream. Που να πω την αμαρτία μου, πιτσιρικάς το σνόμπαρα εμμονικά σχεδόν, αλλά κάπου σαν να κατάλαβα ότι δεν φτουράει να στρουθοκαμηλίζω: γιατί μουσική, «εκεί έξω», παίζεται μπόλικη. Πάντοτε παιζόταν, θαρρώ, και πάντοτε θα παίζεται, εύχομαι. Και πάντοτε θα υπάρχουν underground δείγματα κουλτούρας με ενδιαφέρον και αξία. Το μεγαλύτερο μέρος, όμως, της εκάστοτε παιζούμενης μουσικής, κατά κανόνα θα ανήκει σ' αυτό που λέμε «δημοφιλής» μουσική, η οποία, καλώς ή κακώς, είναι εξ ορισμού αυτή με το μεγαλύτερο κοινωνικό αποτύπωμα, αφού δημοφιλής παναπεί πληθυσμιακά μεγαλύτερο ακροατήριο (βλ.
it's ruined the creative process for a generation of people). Οπότε, λέω, δεν γίνεται να την προσπερνώ ως ευτελές mainstream σε μια σχετική συζήτηση. Και σκέφτομαι κάπου εκεί, ότι οκέι, εγώ προσωπικά τυχαίνει να είμαι παιδί των '90s, και μπορεί καμιά φορά να μεροληπτώ νοσταλγώντας τα, αλλά όσο κι αν αποστασιοποιηθώ από τις υποκειμενικές μου προτιμήσεις, αυτό που κατά την τάπεινή μου άποψη δεν παραβέπεται είναι το –αξιοσημείωτο αν μη τι άλλο– diversity του mainstream κατά τη δεκαετία του '90: το πόσο ποικιλόμορφη, δηλαδή, ήταν η μουσική που βάσει πωλήσεων υπήρξε δημοφιλής.
Από τότε μέχρι σήμερα, μεσολάβησαν μεταξύ άλλων: (1) το λεγόμενο
Telecommunications Act του '96, με το οποίο ο Κλίντον πέτυχε (σκόπιμα ή κατά λάθος, μικρή σημασία έχει εν προκειμένω) τη μαζική συγχώνευση των ραδιοφώνων της Αμερικής (του μεγαλύτερου εξαγωγέα μουσικής παγκοσμίως) και κατ' επέκταση την ομογενοποίηση της δουλειάς που έκαναν οι αρμόδιοι για τη διαλογή της μουσικής που θα παιχτεί «στον αέρα», (2) η εισχώρηση της ψηφιακής τεχνολογίας στη μουσική παραγωγή – κι εδώ μιλάω για δυο-τρία συγκεκριμένα και πολύ βασικά, ψηφιακά εργαλεία, η χρήση των οποίων (χωρίς να πλατειάσω γύρω από τεχνικές λεπτομέρειες) περιόρισε σημαντικά την καθόλα φυσική αυξομείωση τόσο του τέμπο, όσο και της δυναμικής με την οποία παίζεται το εκάστοτε κομμάτι (παράγοντας που κατά κάποιους εξηγεί γιατί το rock σιγά σιγά έχασε το relevance του την τελευταία 25ετία), (3) το American Idol, και (4) αλίμονο – social media (μετά από σένα το χάος)…
Με λίγα λόγια, τεχνοκρατία σημαίνει και τυποποίηση, και προβολή δίχως σώψυχα σημαίνει εγωπάθεια, κι εγώ αυτά βλέπω να διαποτίζουν τη μερίδα του λέοντος της σήμερα παραγόμενης μουσικής. Και συζητάμε τώρα τι θα γίνει έτσι και μπει κι η τεχνητή νοημοσύνη στην εξίσωση. Κι εσύ, Νίκελ, λες ότι έχει τη δυνατότητα να ανεβάσει επίπεδο τα παραγόμενα τέχνεργα, κι εγώ σου λέω ότι φοβάμαι πως θα 'ναι λάδι στη φωτιά, που θα μας απομακρύνει και θα μας αποξενώσει ακόμα περισσότερο απ' αυτό που «θάπρεπε» να νοείται όταν λέμε
τέχνη.
Και για να κλείνω, επανέρχομαι, όπως υποσχέθηκα, στον Steve Jordan, όχι όμως ως μονάδα, αλλά ως αντιπροσωπευτική περίπτωση της πολύ εκλεκτής κάστας επαγγελματιών μουσικών στην οποία ανήκει: των
λίγων, που έχουν κάνει πραγματική καριέρα ως
«σεσιονάδες». Session musicians. Συντελεστές. Για να καταλάβετε τι σημαίνει αυτό, σκεφτείτε ότι η ηχογράφηση και «δισκογράφηση» ενός τραγουδιού είναι η στιγμή όπου ο καλλιτέχνης ρίχνει τη ζαριά του μπας και «φέρει» διαχρονικότητα. Και τη ζαριά αυτή, την εμπιστεύεται σε μεγάλο βαθμό, σε μουσικούς οι οποίοι ξέρει ότι θα αναδείξουν το πλήρες "potential" του κομματιού, ώστε το κομμάτι να αποτυπωθεί και να μπει στο χρονοντούλαπο της δισκογραφίας στη βέλτιστη μορφή του. Ένας μουσικός, λοιπόν, που έχει και διάρκεια και συνέπεια στην εμπιστοσύνη που του έχουν, κάθε καρυδιάς καλλιτέχνες, κάτι κάνει πολύ καλά. Ο Steve Jordan, στην πρώτη του επαγγελματική περιοδεία, κάπου στα δεκάξι του (!), ήταν η ρεζέρβα του Steve Gadd – ενός από τους κατά γενική "across the board" ομολογία επιδραστικότερους ντράμερ της τελευταίας 50ετίας. Έκτοτε έχει συμμετάσχει σε αναρίθμητες ηχογραφήσεις, αρκετές από τις οποίες θαρρώ πως έχουν ακουστεί σε κάθε γωνιά της γης, και πιο πρόσφατα κλήθηκε και από τους Rolling Stones να αναπληρώσει το κενό που άφησε φεύγοντας ο εμβληματικός Charlie Watts.
Έχω, που λέτε, ακούσει πολλούς τέτοιους μπαρουτοκαπνισμένους σεσιονάδες, σε συνεντεύξεις και συναφή, να μιλάνε για την τέχνη τους. Κι αυτό που διαπιστώνω κατ' επανάληψη είναι ότι όσο κι αν τους ζητούνται γνωμοδοτήσεις γύρω από συγκεκριμένες τεχνικές, ή «σχολές», ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο, όλοι τους καταλήγουν σ' αυτό το κάπως φλου κι ιντριγκαδόρικο μότο που δύσκολα προσδιορίζεται περαιτέρω:
It's all about doing service to the song.
Σε τέτοιους όρους, λοιπόν, αν κάποιος μου λέει ότι "AI will do better service", η δική μου ένσταση είναι: "What will there be to do service to?"
Ταπεινά.