Στειρότητα, θα έλεγα. Γιατί να το πούμε αλλιώς;
Το Αγγλοελληνικόν λεξικόν των ιατρικών όρων του Μιχαηλίδη λέει infertility. Στειρότης, στείρωσις, αγονία, αφορία.
Το Λεξικό βιολογικών και ιατρικών όρων των Παταργιά, Σέκερη κ.λπ. λέει infertility: στειρότητα και infertile: άγονος, άκαρπος, στείρος.