σαμπλάρω [sampláro] (σάμπλαρα κ. σαμπλάρισα, μππ. σαμπλαρισμένος) : (λαϊκ.) συγκεντρώνω αποσπάσματα από μουσικό έργο ή άλλο αρχείο ήχου για να τα χρησιμοποιήσω στη σύνθεση μουσικού έργου, ρυθμού κ.λπ.:
Αφού σαμπλάρισε ολόκληρο το τραγούδι, ο Jupp άλλαξε τις στροφές και τον τόνο της φωνής, αναδομώντας εντελώς τη μελωδία, κάνοντας το νεκρό τραγουδιστή να ερμηνεύσει ένα κομμάτι ολοκαίνουργιο. (από
μπλογκ) || (κατ' επέκτ. ή μτφ.) ερανίζομαι, συγκεντρώνω αποσπάσματα για να τα αξιοποιήσω σε μια νέα σύνθεση:
Κι έτσι το Αβαταρ, ερανιζόμενο και σαμπλάροντας κάθε πτυχή της επικής ποπ, των υπερβατικών ενοράσεων, της οικολογικής ρομαντικής αφήγησης, των διεπιστημονικών συνθέσεων, από την υπόθεση Γαία του Τζ. Λάβλοκ έως τη Νοόσφαιρα του Τεγιάρ ντε Σαρντέν, κατορθώνει μια προπαγάνδα εύληπτη, και γι’ αυτό λυσιτελή. (
Ν. Ξυδάκης) [
ΕΤΥΜ. αγγλ.
sample «δείγμα· δοκιμάζω, ενεργώ δειγματοληψία» -άρω] —
σαμπλάρισμα (το).
Υποθέτω ότι, όταν θα χαθεί η άμεση σύνδεση με το αγγλικό, θα αρχίσουν κάποιοι να το προφέρουν [sambláro], σαν το «κομπλάρω».