metafrasi banner

stag-line

Stag-line. Aμερικανισμός που σημαίνει: the men at a social gathering who are not accompanied by a date or dancing partner. Φοβάμαι ότι δεν υπάρχει στα ελληνικά ανάλογη λέξη. Μήπως όμως υπάρχει επίθετο ή ουσιαστικό για τον κύριο που παρουσιάζεται (σε ένα πάρτυ, ας πούμε) χωρίς ντάμα;
 
...
Αναλόγως με το ύφος και τη χρήση βέβαια, υπάρχει το παλαιότατο μπακούρι ή μπάκουρος (βλ. και slang.gr) ή ο μπεκιάρης (και η μπεκιάρισσα). Λίγο παρωχημένα, το πρώτο ακούγεται ακόμα αρκετά κι έχει επεκταθεί και στα δύο σε όλα τα φύλα, το δεύτερο ελάχιστα (έχει μείνει όμως σαν επώνυμο), αλλά ίσως φανούν χρήσιμα.

Οι ασυνόδευτοι κύριοι, μήπως;
 
Ασυνόδευτος σε πάρτι Άβολες κοινωνικές εκδηλώσεις στέλνουν ακόμα και τον πιο κοινωνικό κι εξωστρεφή στον πάγκο. «Όσο περισσότερο κάθεσαι στην ίδια θέση τόσο πιο ντροπαλός γίνεσαι» λέει ο Walter Anderson, συγγραφέας του The Confidence Course. Η λύση: Κινήσου και αναμείξου με το πλήθος. Το άγχος προκαλεί άγχος, λέει ο Nicholas DeMartinis, M.D., καθηγητής κλινικής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ. «Μόλις χωθείς και αρχίσεις να μιλάς σε κόσμο αποφεύγεις να σκέφτεσαι». Η κίνηση διακόπτει τη νευρικότητα.

Από οδηγίες :) χρήσης σε γνωστό αντρικό περιοδικό, εδώ
 
Το ασυνόδευτος το σκέφτηκα, αλλά η εντύπωσή μου είναι ότι χαρακτηρίζει μόνο (ή κυρίως) τις κυρίες.
 
...
Παλιότερα, που οι κοινωνικές συμβάσεις υπαγόρευαν να μη μένουν οι κυρίες ασυνόδευτες, ναι, τώρα πια όμως νομίζω ότι η διάκριση έχει υποχωρήσει αρκετά. Είναι και τα ασυνόδευτα (παιδιά, δέματα, αποσκευές) στη μέση.
Από το λήμμα του Γεωργακά, μήπως βολεύει ο ασυντρόφευτος;
 
Πώς σας φαίνεται το "χωρίς παρτενέρ"; Ακριβές, τουλάχιστον, είναι. Και η περίφραση είναι βραχεία.
 
Πολύ συχνό δεν είναι, αφού συνήθως ο συνοδός νοείται ως ισχυρότερος, προστάτης. Όμως, οι ορισμοί στην Πύλη δεν είναι αποτρεπτικοί, ενώ από τον Γεωργακά βλέπουμε και το ασυντρόφευτος:

Λεξικό Τριανταφυλλίδη
ασυνόδευτος -η -ο [asinóδeftos] Ε5 : που δε συνοδεύεται, δεν ακολουθείται από κάποιο συνοδό: Tην άφησε να φύγει ασυνόδευτη. || (ειδ.): Aσυνόδευτες αποσκευές. Aσυνόδευτα εμπορεύματα / δέματα, που ο ιδιοκτήτης ή ο αποστολέας τους δεν ταξιδεύει με το ίδιο μέσο. Tο παιδί ταξιδεύει ασυνόδευτο, χωρίς γονέα ή κηδεμόνα. || (ως ουσ.) το ασυνόδευτο, ασυνόδευτο εμπόρευμα, δέμα.
[λόγ. < ελνστ. ἀσυνόδευτος]

Λεξικό Γεωργακά
ασυνόδευτος, -η, -ο [asinό∂eftos] unescorted, unaccompanied (near-syn ασυντρόφευτος, ant συνοδευμένος, συνοδευόμενος):
βγαίνει ασυνόδευτη στο δρόμο
[τον] είχε αφήσει .. να φύγει ~ για τη μεγάλη του οδοιπορία (Kanellop)
τα κορίτσια προσέρχονται ανεμπόδιστα, συνοδευμένα ή ασυνόδευτα (Palaiologos)
[fr kath ασυνόδευτος ← PatrG, K (pap) ἀσυνόδευτος 'unaccompanied, unescorted' (in Virgil glossaries), cpd w. συνοδευτός (Koumanoudis: 1807)]


Με περίφραση, δεν αρκεί και χωρίς συνοδό; (Βέβαια και χωρίς παρτενέρ, χωρίς ντάμα, ανάλογα με την περίπτωση.)
 
stag line At a dance hall, where the men outnumber the women, a stag line is the line of men waiting for women to finish dancing with their current partners so they can be in line to partner them in their next dance.
http://www.answers.com/topic/stag-line#ixzz2OlLLN9t3

Είναι, δηλαδή, στην αρχική του σημασία κάτι σαν μπακουροουρά. Υπάρχει και λίγο ξεροστάλιασμα στην όλη υπόθεση.

Προς το παρόν, μου αρέσει το ασυνόδευτοι. Προς το παρόν.
 
Το ξέμπαρκοι προσπαθούσα να σκεφτώ και δεν το έβρισκα.
 
Πάντως, αν χρειάζεται για κάτι όπως στο #10, τότε τα χωρίς παρτενέρ, χωρίς ντάμα είναι απόλυτα ακριβή.
 
Κι όταν πέσει γκρεμοτσακιστεί το ρέτζιστερ θα το κάνουμε ξέμπαρκοι.:p

Όταν θα καταβαραθρωθεί το ρέτζιστερ (αν θα πέσει είναι άλλο θέμα), και για την εικόνα του πλήθους, υπάρχει το παλουκολίβαδο (γκουγκλικώς όχι, προφορικό είναι, και με τέτοιο ρέτζιστερ, ασταναπάν).

Πιο χαμηλά από την μπακουροουρά, μπακουριά, μπακουραρία.


Και ο κύριος Μπακουριώτης, παρετυμολόγος :twit::

 
Back
Top