metafrasi banner

scapegoating

nickel

Administrator
Staff member
Δημοσθένης Κερασίδης : Η γλώσσα είναι το αμαρτωλό μας τραγούδι
2/4/2011
«Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αρκετές φορές ο επιμελητής πέφτει θύμα της θεάρεστης αυτής διαδικασίας που λέγεται αποδιοπομπαιοποίηση».

Ορίστε και η απόδοση του scapegoating, αν σας έλειπε.


Scapegoating is the practice of singling out any party for unmerited negative treatment or blame. A scapegoat may be a child, employee, peer, ethnic or religious group, or country. A whipping boy or "fall guy" is a form of scapegoat.

http://en.wikipedia.org/wiki/Scapegoating
 

Attachments

Last edited:
αποδιοπομπαιοποίηση

Φοβερό!:clap:
Υποθέτω το ρήμα είναι αποδιοπομπαιοποιώ κι αυτός που το κάνει είναι ο αποδιοπομπαιοποιητής
 
Αποδιοπομπεύω είναι το ρήμα. Δεν βγάζει πολλά γκουγκλίσματα, αλλά αυτό μάλλον οφείλεται στ' ότι είναι ακόμη νιούφικος τύπος.

Επίσης, μιας κι έχουμε ήδη τον πομπευτή, ο αποδιοπομπευτής θα μπορούσε να'ναι μία φυσική (λέμε τώρα :cheek:) εξέλιξη.
 
Αποδιοπομπεύω είναι το ρήμα.

Ναι, αλλά αυτό δεν εχει παράγωγο την αποδιοπομπαιοποίηση, έχει παράγωγο την αποδιαπόμπευση (υποθέτω), και από συνώνυμα, πολλά έχει η γλώσσα μας, αλλά άμα δεν είμαστε φυσικοί ομιλητές και σκεφτόμαστε σε άλλες γλώσσες πριν μιλήσουμε...
 
Ναι, αλλά αυτό δεν εχει παράγωγο την αποδιοπομπαιοποίηση, έχει παράγωγο την αποδιαπόμπευση (υποθέτω), και από συνώνυμα, πολλά έχει η γλώσσα μας, αλλά άμα δεν είμαστε φυσικοί ομιλητές και σκεφτόμαστε σε άλλες γλώσσες πριν μιλήσουμε...

Δεν καταλαβαίνω αν μου τη λες τώρα ή όχι, οπότε το προσπερνάω. Φιλικά πάντα.
 
Την έλεγα στον κύριο που ήθελε να βάλει το scapegoating στην ομιλία του κι έφτιαξε αυτή τη λέξη, ενώ θα μπορούσε να πει τόσα άλλα.
 
Ας μην το μπερδεύουμε με τη διαπόμπευση. Πίσω από τον αποδιοπομπαίο (που είναι νεότερο, του 1888 κατά το ΠαπΛεξ) υπάρχει το αρχαίο ρήμα αποδιοπομπούμαι (LSJ: escort out of the city) και ο αποπομπαίος της ΠΔ.

Περισσότερα:
http://el.wikipedia.org/wiki/Αποδιοπομπαίος_τράγος
https://sarantakos.wordpress.com/2010/10/20/tragos/

(Πήξιμο εδώ, πήξιμο.)
 
Back
Top