metafrasi banner

well-shod, wellshod

Έχω την εντύπωση ότι έχω διαβάσει κάποτε την έκφραση καλο-ποδεμένος ή ομορφο-ποδεμένος, δεν είμαι σίγουρη. Μήπως με απατάει η μνήμη μου; Εσείς πώς θα το μεταφράζατε; Το συγκείμενο είναι "with every wellshod step"
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
To shod είναι αόριστος του ρήματος shoe:

shoe tr.v. shod (shd), shod or shod·den (shdn), shoe·ing, shoes
1. To furnish or fit with a shoe or shoes.
2. To cover with a wooden or metal guard to protect against wear.


Το αντίστοιχο δικό μας είναι το ποδένω:

ποδένω [poδéno] -ομαι Ρ αόρ. πόδεσα, απαρέμφ. ποδέσει, παθ. αόρ. ποδέθηκα, απαρέμφ. ποδεθεί : (λαϊκότρ., λογοτ.) φοράω ή αγοράζω σε κπ. παπούτσια.
[μσν. ποδένω < ελνστ. ὑποδένω (με αποβ. του αρχικού άτ. φων. ή παρετυμ. πόδι) < αρχ. ὑποδέω]


οπότε... :)
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Να συμπληρώσω στο αποπάνω, ότι θα μπορούσε κανείς να δημιουργήσει και αρχαιοπρεπή/λόγια σύνθετα, στη λογική του ανυπόδητος.
 
Ευχαριστώ για την γρήγορη απάντηση, Δόκτορα. Ήθελα να αποφύγω να το μεταφράσω πολύ "φλύαρα" και δε λένε να μου ξεκολλήσουν από το μυαλό οι λέξεις που ανέφερα πιο πάνω... Τις έχει συναντήσει κανείς; Είναι υπερβολικά αρχαιοπρεπές το "καλο-ποδεμένος";
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Κάθε άλλο. Τα ομορφοποδεμένος και καλοποδεμένος μια χαρά ταιριάζουν στο τυπικό της νέας ελληνικής. Κτγμ, πάντα. :) [Γιατί χρειάζεσαι την παύλα ανάμεσα;]
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Γιατί ο σύνθετος όρος που φτιάχνεις είναι διαφανέστατος ως προς τα συστατικά του (δες και εδώ), οπότε δεν χρειάζεται η παύλα (το ενωτικό, δηλαδή).
 

nickel

Administrator
Staff member
Χωρίς κανένα ενωτικό.

Το καλοποδεμένο βήμα έχει την περιεκτικότητα του αγγλικού, τη συνεκδοχή (αν ονομάζω σωστά το σχήμα), αφού καλοποδεμένο δεν είναι το βήμα αλλά το πόδι που κάνει το βήμα.

Υπάρχει και το καλοπαπουτσωμένο, στο πρότυπο του γάτου. Και η αναλυτική εκδοχή: με κάθε βήμα των καλοπαπουτσωμένων ποδιών της.
 
Top