The side of the ship upon which weather is blowing. Πώς το λέμε αυτό στα Ελληνικά; Ξέρω το "ταξιδεύω όρτσα", αλλά πώς αποδίδεται η πλευρά του πλοίου που είναι όρτσα στον καιρό;