Tragejoch

alerosa

New member
Έχω τη λέξη στα γερμανικά, αλλά δεν τη βρίσκω στα ελληνικά. Πώς λέμε το ξύλο που ζεύονται στους ώμους οι άνθρωποι για να κουβαλήσουν βάρη κρεμασμένα στις δυο τους άκρες; Στα γερμανικά είναι Tragejoch.
1631344955484.png
 
Συνήθως, στη λογοτεχνία τουλάχιστον, και από όσο θυμάμαι, το λένε περιφραστικά, «ένα χοντρό/μακρύ ξύλο στους ώμους», αλλά βρίσκω και τα εξής:

άσιλλα: ξύλο τιθέμενο επάνω στους ώμους, στα άκρα του οποίου κρέμονται αντικείμενα για μεταφορά (και γερμανο-ελληνικό λεξικό εδώ)

μανέλα: «… με δυο μεγάλα δοχεία ή με δυο τενεκέδες στη μανέλα (μακρύ ξύλο στους ώμους που κρεμάζονται οι τενεκέδες με σχοινί) …», αλλά και: μανέλα = το ξύλο που έβαζαν δυο άνδρες στον ώμο τους για να κρεμάσουνε το καντάρι (εδώ).

αναφορέας: (αρχ.) ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο του άκρες στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλιώς μανέλα


Δεν είμαι σίγουρη πόσο καθολικά χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις και πόσο θα είναι κατανοητές χωρίς υποσημείωση.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Η άσιλλα που ανέφερε η antongoun είναι λημματογραφημένη αλλά δίνει λιγοστά ευρήματα (υπάρχει και το ασιλλοφόρος), όλα ουσιαστικά από μία πηγή. Δεν υπάρχει π.χ. εδώ. Υπάρχει όμως σε άλλη εκδοχή του LSK, δες εικόνα. Προσωπικά δεν γνώριζα τη λέξη, αμφιβάλλω αν και πόσοι την γνωρίζουν, και δεν θα την ρισκάριζα.

Στιγμιότυπο οθόνης 2021-09-12 112044.png


Στην πραγματικότητα, αυτό είναι που εννοούμε όταν λέμε «του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει». Αυτός είναι ο «ζυγός». Βέβαια, στα γερμανικά η σημασία αυτή αποδίδεται με το απλό Joch, οπότε στα ελληνικά θα χρειαστεί ίσως μια επεξηγηματική προσθήκη. Η επεξήγηση δεν μπορεί όμως να είναι «φορτίων» επειδή θα παραπέμπει σε ζυγαριά, ούτε «μεταφοράς» που υπάρχει στην ηλεκτρολογία (ζυγός μεταφοράς), και επίσης είναι άλλο πράγμα.

Αν έπρεπε να διαλέξω εγώ και ήταν για εφάπαξ χρήση, θα χρησιμοποιούσα κάτι σαν αμφίφορτος ζυγός. Που επίσης δεν το βρίσκω να υπάρχει πουθενά (και γιατί να υπάρχει, αφού αυτού του είδους ο ζυγός είναι εξ ορισμού αμφίφορτος).
 
Last edited:
Top