metafrasi banner

The Shield Of Achilles, του W.H. Auden

tuna

¥
Μήπως γνωρίζετε αν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά αυτό το διάσημο ποίημα του Auden;
Βλέπω ότι έχει κυκλοφορήσει μεταξύ άλλων μια συλλογή ποιημάτων του από τον "Κέδρο" (2002 - μετάφραση Αντ. Δεκαβάλλες).
 

nickel

Administrator
Staff member
The Shield of Achilles
W. H. Auden

She looked over his shoulder
For vines and olive trees,
Marble well-governed cities
And ships upon untamed seas,
But there on the shining metal
His hands had put instead
An artificial wilderness
And a sky like lead.

A plain without a feature, bare and brown,
No blade of grass, no sign of neighborhood,
Nothing to eat and nowhere to sit down,
Yet, congregated on its blankness, stood
An unintelligible multitude,
A million eyes, a million boots in line,
Without expression, waiting for a sign.

Out of the air a voice without a face
Proved by statistics that some cause was just
In tones as dry and level as the place:
No one was cheered and nothing was discussed;
Column by column in a cloud of dust
They marched away enduring a belief
Whose logic brought them, somewhere else, to grief.

She looked over his shoulder
For ritual pieties,
White flower-garlanded heifers,
Libation and sacrifice,
But there on the shining metal
Where the altar should have been,
She saw by his flickering forge-light
Quite another scene.

Barbed wire enclosed an arbitrary spot
Where bored officials lounged (one cracked a joke)
And sentries sweated for the day was hot:
A crowd of ordinary decent folk
Watched from without and neither moved nor spoke
As three pale figures were led forth and bound
To three posts driven upright in the ground.

The mass and majesty of this world, all
That carries weight and always weighs the same
Lay in the hands of others; they were small
And could not hope for help and no help came:
What their foes like to do was done, their shame
Was all the worst could wish; they lost their pride
And died as men before their bodies died.

She looked over his shoulder
For athletes at their games,
Men and women in a dance
Moving their sweet limbs
Quick, quick, to music,
But there on the shining shield
His hands had set no dancing-floor
But a weed-choked field.

A ragged urchin, aimless and alone,
Loitered about that vacancy; a bird
Flew up to safety from his well-aimed stone:
That girls are raped, that two boys knife a third,
Were axioms to him, who'd never heard
Of any world where promises were kept,
Or one could weep because another wept.

The thin-lipped armorer,
Hephaestos, hobbled away,
Thetis of the shining breasts
Cried out in dismay
At what the god had wrought
To please her son, the strong
Iron-hearted man-slaying Achilles
Who would not live long.




Αν είχες σκάνερ... :rolleyes:
 

tuna

¥
The mass and majesty of this world, all
That carries weight and always weighs the same
Lay in the hands of others; they were small
And could not hope for help and no help came:
What their foes like to do was done, their shame
Was all the worst could wish; they lost their pride
And died as men before their bodies died.


Αυτή τη στροφή αναζητώ μεταφρασμένη...
Psifio και nickel, θέλετε να πείτε ότι έχετε στα χέρια σας τη μετάφραση;
 

nickel

Administrator
Staff member
Όχι εγώ, όχι. Απλώς μαξιμαλίζω και αναρωτιέμαι αν το ψηφίο έχει σκάνερ...
 
Έχω σκάνερ, αλλά είναι στο πατάρι, οπότε αν σας κάνει το μονοτονικό, ιδού:

Η Ασπίδα του Αχιλλέα

Θωρούσε εκείνη πάνω από τον ώμο του
κλήματα και λιόδεντρα να ιδεί,
εύνομες πολιτείες μαρμαρένιες
και καράβια επάνω σε θάλασσες ανήμερες,
Όμως στο λαμπερό μέταλλο επάνω
αντίς γι’ αυτά τα χέρια του είχαν βάλει
έναν πλαστόν αγριότοπο
και έναν μολυβένιον ουρανό.

Έναν κάμπο δίχως γνώρισμα, γδυμνό και ξεραμένο,
με ούτ’ ένα χόρτο πράσινο, ούτε σημάδι γειτονιάς,
τίποτα για να φας και πουθενά για να καθίσεις.
Κι όμως, σ’ αυτή τη γύμνια συναγμένο, ένα
πλήθος έστεκε ακατανόητο,
μύρια μάτια, μύριες μπότες στη σειρά,
με δίχως έκφραση, ένα σύνθημα προσμένοντας.

Απ’ τον αγέρα μια φωνή με δίχως πρόσωπο απόδειχνε
με τις στατιστικές κάποιο σκοπό σωστός πως ήταν
σε τόνους ξερούς κι επίπεδους όσο κι ο τόπος.
Κανείς δεν αναγάλλιασε, συζήτηση καμιά.
Φάλαγγα τη φάλαγγα, μέσα σε σκόνη σύννεφο,
στράτισαν κι έφυγαν μια πίστην υπομένοντας
που η λογική της κάπου αλλού τους έφερε στη θλίψη.

Θωρούσε εκείνη επάνω απ’ τον ώμο του
τελετουργίες ευλάβειας να ιδεί,
δαμάλια με λευκά ανθοστέφανα,
θυσίες και σπονδές.
Όμως στο λαμπερό μέταλλο επάνω
εκεί όπου θα ‘πρεπε να ήταν ο βωμός,
είδε μες στο τρεμόσβηστο το φως του καμινιού του
μια σκηνή ολότελα αλλιώτικη.

Ένα συρματόπλεγμα περίκλεινε ένα χώρο αυθαίρετο
όπου βαρεμένοι αξιωματούχοι αδρανούσαν (ένας τους χωράτευε)
και ίδρωναν απ’ τη ζέστη της ημέρας οι σκοποί.
Ένα πλήθος άνθρωποι κοινοί και καθώς πρέπει
κοίταζαν απ’ έξω ακίνητοι κι αμίλητοι
τις τρεις χλομές μορφές που έφεραν και τις έδεσαν
σε τρία κοντάρια επάνω ορθόστητα στο χώμα.

Η μάζα και το μεγαλείο αυτού του κόσμου,
ό,τι βαραίνει και βαραίνει πάντα το ίδιο,
βρίσκονταν στων αλλουνών τα χέρια. Ήταν μικροί
και σε βοήθεια δεν μπορούσαν να ελπίσουν ούτε κι ήρθε.
Γινόταν αυτό που ήθελαν οι εχθροί τους, κι ό,τι ήθελαν
οι χείριστοι ήταν να τους εξευτελίσουν. Με χαμένη περηφάνια
πέθαιναν σαν άνθρωποι προτού πεθάνουν τα κορμιά τους.

Θωρούσε αυτή επάνω από τον ώμο του
να δει αθλητές στ’ αθλήματά τους,
άντρες και γυναίκες να γλυκοκινούν
τα μέλη τους σ’ ένα χορό
γοργά, γοργά, στη μουσική.
Όμως στη λαμπερήν ασπίδα επάνω
Τα χέρια του δεν είχαν βάλει στίβο για χορό,
ένα χωράφι μόνο να το πνίγουνε τ’ αγριόχορτα.

Ένα ρακένδυτο χαμίνι, άσκοπο κι ολόμονο
Αλήτευε σε τούτο το κενό. Ένα πουλί
πέταξε να γλιτώσει από την εύστοχη πετριά του.
Το πως εβίαζαν τα κορίτσια και δυο αγόρια μαχαιρώναν ένα τρίτο
ήταν γι’ αυτόν θεσμοί, αφού δεν άκουσε ποτέ του
για έναν κόσμο όπου κρατάς τις υποσχέσεις σου
και συμπονάς στο θρήνο έναν άλλον που θρηνεί.

Ο φτενοχείλης οπλουργός,
ο Ήφαιστος, έφυγε κουτσαίνοντας,
και η Θέτις με τα λαμπερά τα στήθια
ξεφώνισε περίτρομη
γι’ αυτό που ο Θεός τεχνούργησε
τον κρατερό το γιο της να ευχαριστήσει
το σκληρόκαρδο και φονικό Αχιλλέα
που η ζωή του θα ήταν λιγοστή.

(W. H. Auden, Ποιήματα, επιλογή-μετάφραση: Αντώνης Δεκαβάλλες, εκδ. Κέδρος, 2002, σελ. 75-78)
 

nickel

Administrator
Staff member



The Shield of Achilles | Η Ασπίδα του Αχιλλέα
|
She looked over his shoulder | Θωρούσε εκείνη πάνω από τον ώμο του
For vines and olive trees, | κλήματα και λιόδεντρα να ιδεί,
Marble well-governed cities | εύνομες πολιτείες μαρμαρένιες
And ships upon untamed seas, | και καράβια επάνω σε θάλασσες ανήμερες,
But there on the shining metal | Όμως στο λαμπερό μέταλλο επάνω
His hands had put instead | αντίς γι’ αυτά τα χέρια του είχαν βάλει
An artificial wilderness | έναν πλαστόν αγριότοπο
And a sky like lead. | και έναν μολυβένιον ουρανό.
|
A plain without a feature, bare and brown, | Έναν κάμπο δίχως γνώρισμα, γδυμνό και ξεραμένο,
No blade of grass, no sign of neighborhood, | με ούτ’ ένα χόρτο πράσινο, ούτε σημάδι γειτονιάς,
Nothing to eat and nowhere to sit down, | τίποτα για να φας και πουθενά για να καθίσεις.
Yet, congregated on its blankness, stood | Κι όμως, σ’ αυτή τη γύμνια συναγμένο, ένα
An unintelligible multitude, | πλήθος έστεκε ακατανόητο,
A million eyes, a million boots in line, | μύρια μάτια, μύριες μπότες στη σειρά,
Without expression, waiting for a sign. | με δίχως έκφραση, ένα σύνθημα προσμένοντας.
|
Out of the air a voice without a face | Απ’ τον αγέρα μια φωνή με δίχως πρόσωπο απόδειχνε
Proved by statistics that some cause was just | με τις στατιστικές κάποιο σκοπό σωστός πως ήταν
In tones as dry and level as the place: | σε τόνους ξερούς κι επίπεδους όσο κι ο τόπος.
No one was cheered and nothing was discussed; | Κανείς δεν αναγάλλιασε, συζήτηση καμιά.
Column by column in a cloud of dust | Φάλαγγα τη φάλαγγα, μέσα σε σκόνη σύννεφο,
They marched away enduring a belief | στράτισαν κι έφυγαν μια πίστην υπομένοντας
Whose logic brought them, somewhere else, to grief. | που η λογική της κάπου αλλού τους έφερε στη θλίψη.
|
She looked over his shoulder | Θωρούσε εκείνη επάνω απ’ τον ώμο του
For ritual pieties, | τελετουργίες ευλάβειας να ιδεί,
White flower-garlanded heifers, | δαμάλια με λευκά ανθοστέφανα,
Libation and sacrifice, | θυσίες και σπονδές.
But there on the shining metal | Όμως στο λαμπερό μέταλλο επάνω
Where the altar should have been, | εκεί όπου θα ‘πρεπε να ήταν ο βωμός,
She saw by his flickering forge-light | είδε μες στο τρεμόσβηστο το φως του καμινιού του
Quite another scene. | μια σκηνή ολότελα αλλιώτικη.
|
Barbed wire enclosed an arbitrary spot | Ένα συρματόπλεγμα περίκλεινε ένα χώρο αυθαίρετο
Where bored officials lounged (one cracked a joke) | όπου βαρεμένοι αξιωματούχοι αδρανούσαν (ένας τους χωράτευε)
And sentries sweated for the day was hot: | και ίδρωναν απ’ τη ζέστη της ημέρας οι σκοποί.
A crowd of ordinary decent folk | Ένα πλήθος άνθρωποι κοινοί και καθώς πρέπει
Watched from without and neither moved nor spoke | κοίταζαν απ’ έξω ακίνητοι κι αμίλητοι
As three pale figures were led forth and bound | τις τρεις χλομές μορφές που έφεραν και τις έδεσαν
To three posts driven upright in the ground. | σε τρία κοντάρια επάνω ορθόστητα στο χώμα.
|
The mass and majesty of this world, all | Η μάζα και το μεγαλείο αυτού του κόσμου,
That carries weight and always weighs the same | ό,τι βαραίνει και βαραίνει πάντα το ίδιο,
Lay in the hands of others; they were small | βρίσκονταν στων αλλουνών τα χέρια. Ήταν μικροί
And could not hope for help and no help came: | και σε βοήθεια δεν μπορούσαν να ελπίσουν ούτε κι ήρθε.
What their foes like to do was done, their shame | Γινόταν αυτό που ήθελαν οι εχθροί τους, κι ό,τι ήθελαν
Was all the worst could wish; they lost their pride | οι χείριστοι ήταν να τους εξευτελίσουν. Με χαμένη περηφάνια
And died as men before their bodies died. | πέθαιναν σαν άνθρωποι προτού πεθάνουν τα κορμιά τους.
|
She looked over his shoulder | Θωρούσε αυτή επάνω από τον ώμο του
For athletes at their games, | να δει αθλητές στ’ αθλήματά τους,
Men and women in a dance | άντρες και γυναίκες να γλυκοκινούν
Moving their sweet limbs | τα μέλη τους σ’ ένα χορό
Quick, quick, to music, | γοργά, γοργά, στη μουσική.
But there on the shining shield | Όμως στη λαμπερήν ασπίδα επάνω
His hands had set no dancing-floor | Τα χέρια του δεν είχαν βάλει στίβο για χορό,
But a weed-choked field. | ένα χωράφι μόνο να το πνίγουνε τ’ αγριόχορτα.
|
A ragged urchin, aimless and alone, | Ένα ρακένδυτο χαμίνι, άσκοπο κι ολόμονο
Loitered about that vacancy; a bird | Αλήτευε σε τούτο το κενό. Ένα πουλί
Flew up to safety from his well-aimed stone: | πέταξε να γλιτώσει από την εύστοχη πετριά του.
That girls are raped, that two boys knife a third, | Το πως εβίαζαν τα κορίτσια και δυο αγόρια μαχαιρώναν ένα τρίτο
Were axioms to him, who'd never heard | ήταν γι’ αυτόν θεσμοί, αφού δεν άκουσε ποτέ του
Of any world where promises were kept, | για έναν κόσμο όπου κρατάς τις υποσχέσεις σου
Or one could weep because another wept. | και συμπονάς στο θρήνο έναν άλλον που θρηνεί.
|
The thin-lipped armorer, | Ο φτενοχείλης οπλουργός,
Hephaestos, hobbled away, | ο Ήφαιστος, έφυγε κουτσαίνοντας,
Thetis of the shining breasts | και η Θέτις με τα λαμπερά τα στήθια
Cried out in dismay | ξεφώνισε περίτρομη
At what the god had wrought | γι’ αυτό που ο Θεός τεχνούργησε
To please her son, the strong | τον κρατερό το γιο της να ευχαριστήσει
Iron-hearted man-slaying Achilles | το σκληρόκαρδο και φονικό Αχιλλέα
Who would not live long. | που η ζωή του θα ήταν λιγοστή.
 
Top