The Shield of Achilles
|
Η Ασπίδα του Αχιλλέα
|
She looked over his shoulder | Θωρούσε εκείνη πάνω από τον ώμο του
For vines and olive trees, | κλήματα και λιόδεντρα να ιδεί,
Marble well-governed cities | εύνομες πολιτείες μαρμαρένιες
And ships upon untamed seas, | και καράβια επάνω σε θάλασσες ανήμερες,
But there on the shining metal | Όμως στο λαμπερό μέταλλο επάνω
His hands had put instead | αντίς γι’ αυτά τα χέρια του είχαν βάλει
An artificial wilderness | έναν πλαστόν αγριότοπο
And a sky like lead. | και έναν μολυβένιον ουρανό.
|
A plain without a feature, bare and brown, | Έναν κάμπο δίχως γνώρισμα, γδυμνό και ξεραμένο,
No blade of grass, no sign of neighborhood, | με ούτ’ ένα χόρτο πράσινο, ούτε σημάδι γειτονιάς,
Nothing to eat and nowhere to sit down, | τίποτα για να φας και πουθενά για να καθίσεις.
Yet, congregated on its blankness, stood | Κι όμως, σ’ αυτή τη γύμνια συναγμένο, ένα
An unintelligible multitude, | πλήθος έστεκε ακατανόητο,
A million eyes, a million boots in line, | μύρια μάτια, μύριες μπότες στη σειρά,
Without expression, waiting for a sign. | με δίχως έκφραση, ένα σύνθημα προσμένοντας.
|
Out of the air a voice without a face | Απ’ τον αγέρα μια φωνή με δίχως πρόσωπο απόδειχνε
Proved by statistics that some cause was just | με τις στατιστικές κάποιο σκοπό σωστός πως ήταν
In tones as dry and level as the place: | σε τόνους ξερούς κι επίπεδους όσο κι ο τόπος.
No one was cheered and nothing was discussed; | Κανείς δεν αναγάλλιασε, συζήτηση καμιά.
Column by column in a cloud of dust | Φάλαγγα τη φάλαγγα, μέσα σε σκόνη σύννεφο,
They marched away enduring a belief | στράτισαν κι έφυγαν μια πίστην υπομένοντας
Whose logic brought them, somewhere else, to grief. | που η λογική της κάπου αλλού τους έφερε στη θλίψη.
|
She looked over his shoulder | Θωρούσε εκείνη επάνω απ’ τον ώμο του
For ritual pieties, | τελετουργίες ευλάβειας να ιδεί,
White flower-garlanded heifers, | δαμάλια με λευκά ανθοστέφανα,
Libation and sacrifice, | θυσίες και σπονδές.
But there on the shining metal | Όμως στο λαμπερό μέταλλο επάνω
Where the altar should have been, | εκεί όπου θα ‘πρεπε να ήταν ο βωμός,
She saw by his flickering forge-light | είδε μες στο τρεμόσβηστο το φως του καμινιού του
Quite another scene. | μια σκηνή ολότελα αλλιώτικη.
|
Barbed wire enclosed an arbitrary spot | Ένα συρματόπλεγμα περίκλεινε ένα χώρο αυθαίρετο
Where bored officials lounged (one cracked a joke) | όπου βαρεμένοι αξιωματούχοι αδρανούσαν (ένας τους χωράτευε)
And sentries sweated for the day was hot: | και ίδρωναν απ’ τη ζέστη της ημέρας οι σκοποί.
A crowd of ordinary decent folk | Ένα πλήθος άνθρωποι κοινοί και καθώς πρέπει
Watched from without and neither moved nor spoke | κοίταζαν απ’ έξω ακίνητοι κι αμίλητοι
As three pale figures were led forth and bound | τις τρεις χλομές μορφές που έφεραν και τις έδεσαν
To three posts driven upright in the ground. | σε τρία κοντάρια επάνω ορθόστητα στο χώμα.
|
The mass and majesty of this world, all | Η μάζα και το μεγαλείο αυτού του κόσμου,
That carries weight and always weighs the same | ό,τι βαραίνει και βαραίνει πάντα το ίδιο,
Lay in the hands of others; they were small | βρίσκονταν στων αλλουνών τα χέρια. Ήταν μικροί
And could not hope for help and no help came: | και σε βοήθεια δεν μπορούσαν να ελπίσουν ούτε κι ήρθε.
What their foes like to do was done, their shame | Γινόταν αυτό που ήθελαν οι εχθροί τους, κι ό,τι ήθελαν
Was all the worst could wish; they lost their pride | οι χείριστοι ήταν να τους εξευτελίσουν. Με χαμένη περηφάνια
And died as men before their bodies died. | πέθαιναν σαν άνθρωποι προτού πεθάνουν τα κορμιά τους.
|
She looked over his shoulder | Θωρούσε αυτή επάνω από τον ώμο του
For athletes at their games, | να δει αθλητές στ’ αθλήματά τους,
Men and women in a dance | άντρες και γυναίκες να γλυκοκινούν
Moving their sweet limbs | τα μέλη τους σ’ ένα χορό
Quick, quick, to music, | γοργά, γοργά, στη μουσική.
But there on the shining shield | Όμως στη λαμπερήν ασπίδα επάνω
His hands had set no dancing-floor | Τα χέρια του δεν είχαν βάλει στίβο για χορό,
But a weed-choked field. | ένα χωράφι μόνο να το πνίγουνε τ’ αγριόχορτα.
|
A ragged urchin, aimless and alone, | Ένα ρακένδυτο χαμίνι, άσκοπο κι ολόμονο
Loitered about that vacancy; a bird | Αλήτευε σε τούτο το κενό. Ένα πουλί
Flew up to safety from his well-aimed stone: | πέταξε να γλιτώσει από την εύστοχη πετριά του.
That girls are raped, that two boys knife a third, | Το πως εβίαζαν τα κορίτσια και δυο αγόρια μαχαιρώναν ένα τρίτο
Were axioms to him, who'd never heard | ήταν γι’ αυτόν θεσμοί, αφού δεν άκουσε ποτέ του
Of any world where promises were kept, | για έναν κόσμο όπου κρατάς τις υποσχέσεις σου
Or one could weep because another wept. | και συμπονάς στο θρήνο έναν άλλον που θρηνεί.
|
The thin-lipped armorer, | Ο φτενοχείλης οπλουργός,
Hephaestos, hobbled away, | ο Ήφαιστος, έφυγε κουτσαίνοντας,
Thetis of the shining breasts | και η Θέτις με τα λαμπερά τα στήθια
Cried out in dismay | ξεφώνισε περίτρομη
At what the god had wrought | γι’ αυτό που ο Θεός τεχνούργησε
To please her son, the strong | τον κρατερό το γιο της να ευχαριστήσει
Iron-hearted man-slaying Achilles | το σκληρόκαρδο και φονικό Αχιλλέα
Who would not live long. | που η ζωή του θα ήταν λιγοστή.