metafrasi banner

smooth operator

nickel

Administrator
Staff member
Operator μπορεί να είναι ο επιτήδειος, ο κομπιναδόρος, αλλά με ενδιαφέρει ο smooth operator (που έχει συνώνυμο και smoothie — όχι το «σμούδι»). Και αρχίζω: μέγας μαλαγάνας;

Ορισμοί:
smooth operator a person who successfully manipulates people or situations: Professional athletes tend to be smooth operators.
(21st Century Lexicon)

smooth operator (and smoothie)
a clever and quiet person, especially in reference to romantic involvement; a seducer: He thinks he's such a smooth operator! | Clare is an old smoothie till she thinks she's got everything the way she wants. Then you see the real Clare.
(Dictionary of American Slang and Colloquial Expressions)

Και, βέβαια, για το τραγούδι γίνεται όλη η φασαρία.
"Smooth Operator" is about a fashionable man who lives a jet-set lifestyle. He is popular with women and breaks many hearts. The lyrics "Coast to Coast, LA to Chicago, Western Male, Across the north and south, to Key Largo, love for sale" imply that he uses women to sustain himself. It is also clear that he does not return the affections of these women, as Adu sings near the end, "His heart is cold."
http://en.wikipedia.org/wiki/Smooth_operator

 

SBE

¥
Αχ, αυτό το τραγούδι, όταν είχε πρωτοβγεί αναρωτιόμουνα ποιός ή τι είναι ο Σμούδα Μπουρέιτορ.
 
Αυτός που είναι όλο γαλιφιές;
Θυμάμαι ότι κάπου τον είχα μεταφράσει αβασάνιστα "καταφερτζή", αλλά τότε μου είχε φανεί ότι ταίριαζε με το συγκείμενο.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Υπάρχουν και ο καπάτσος (γενικά), ο γάτος με πέταλα (αργκοτικά), κι ο γάτος μ' ερπύστριες (επιτατικά).
 
[Στον ρυθμό του Smooth Operator:]

"Μην τα ρωτάς, είναι γά-τος μ' ερπύστριες,
γά-τος μ' ερπύστριες,
γά-τος μ' ερπύστριες,
γάααααα-τος μ' ερπύστριες"
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Σοτάκης και σοτήρης, από το σότο.

Οι ορισμοί στο slang.gr είναι λίγο μπερδεμένοι, το γράφουν στον πληθυντικό και με -ω-, σώτα:

σώτα (1) Απαντάται και στον ενικό αριθμό το σώτο, όπως και με όμικρον, το σότο.

Συνήθως αφορά πληροφορία που διαρρέει για να την πατήσουν οι αδαείς ή οι εύπιστοι.
Έλκει την καταγωγή από την αργκό του ιπποδρόμου στον οποίο αφθονούν οι «σοτάκηδες», οι οποίοι όχι μόνο ξέρουν, αλλά και λένε, το άχαστο άλογο. Όσοι παίξουν «τρώνε το σότο».

Πιθανότατα προέρχεται από την ιταλική φράση «sotto voce» που σημαίνει «χαμηλόφωνα».
- Ρε συ, ο Θανάσης λέει να αγοράσουμε «Βαρδασιλάρη». Θα πάει 14 ευρώ.
- Αυτόν ακούς ρε; Αυτός είναι ο Αλβάρο ντε Σότο.

Και μία αναβαθμισμένη χρήση του όρου από έναν εθνικό μνηστήρα (pretender): Εθνικό σότο (Βήμα 6/11/09)
 
Top