metafrasi banner

redshirt (n.), redshirt (v.t.), redshirted (adj.)

Zazula

Administrator
Staff member
redshirt (n.) a high-school or college athlete kept out of varsity competition for one year to develop skills and extend eligibility.
redshirt (v.t.) to withdraw (an athlete) from varsity competition.
redshirted (adj.) a player withheld from varsity competition in order to delay the beginning of his 4-year eligibilty period.
 
Να σημειώσω πάντως ότι οι Redshirts του Γαριβάλδη (ο Γαριβάλδης ή ο Γκαριμπάλντι) μεταφράζονται Ερυθροχίτωνες.
 
Εγώ πάλι νομίζω ότι θα δυσκολευτούμε λίγο. Στην Ελλάδα οι αθλητικοί αγώνες μεταξύ σχολείων και πανεπιστημίων παραείναι ερασιτεχνικοί, δεν υπάρχει τέτοιος βαθμός εξειδίκευσης. Ζαζ, έχεις συγκείμενο ή είναι ορολογικής φύσης η ανησυχία σου;
 
Και να φανταστείς τι λέμε εμείς ερυθροχίτωνες...

Να σου λεξιπλάσω μια αθλητανάπαυση κατά την αγρανάπαυση :), αλλά νομίζω ότι δύσκολα θα βγάλει νόημα οποιαδήποτε μετάφραση χωρίς μπόλικες επεξηγήσεις και υποσημειώσεις. Ειναι τόσο διαφορετικός ο αμερικάνικος ερασιτεχνικός (β. σχολικός-πανεπιστημιακός) αθλητισμός από τα δικά μας...

Edit: Άρχισαν πάλι οι ομοβροντίες; :)
 
Δόκτωρ, ουσιαστικά δεν είναι ανάπαυση, μάλλον αποχή από τους αγώνες είναι.
Καμπούμ!
 
Εγώ πάλι νομίζω ότι θα δυσκολευτούμε λίγο. Στην Ελλάδα οι αθλητικοί αγώνες μεταξύ σχολείων και πανεπιστημίων παραείναι ερασιτεχνικοί, δεν υπάρχει τέτοιος βαθμός εξειδίκευσης. Ζαζ, έχεις συγκείμενο ή είναι ορολογικής φύσης η ανησυχία σου;
Δεν επιδιώκω ορολογική ακρίβεια. Σκοπεύω να χρησιμοποιήσω την τεχνική τής υποκατάστασης. Επομένως θέλω έναν όρο από το ελληνικό ποδόσφαιρο (που λογικά θα τον καταλαβαίνει ο αναγνώστης μου), ο οποίος να περιγράφει έναν παίκτη από νέα μεταγραφή ο οποίος είναι σκόπιμα αποκλεισμένος από το ρόστερ και δεν εντάσσεται στο δυναμικό τής ομάδας του (εδώ δεν μπορώ να πω της "βασικής" ομάδας / σύνθεσης, διότι και οι αναπληρωματικοί ενίοτε παίζουν, ενώ ένας redshirt όχι μέσα στην εν λόγω χρονιά) για κάποιο διάστημα (την αντιστάθμιση για το ότι ο ελληνικός όρος δεν θα αφορά συγκεκριμένη χρονική διάρκεια θα την κάνω προσθέτοντας τον "έναν χρόνο"), επειδή είναι π.χ. ξένος και η ομάδα έχει πιάσει το όριό της ή για οποιονδήποτε άλλον λόγο.
 
Δεν θα βρεις εύκολα περίπτωση να κρατάει κάποιος σύλλογος έναν αθλητή σκόπιμα εκτός αγώνων, παρά μόνο για καψόνι (άρα με αρνητική έννοια). Θα δεις ίσως, πολύ σπάνια, το «παροπλισμένος ποδοσφαιριστής». Ίσως μπορείς να παίξεις με το «προσωρινά παροπλισμένος» ή «παροπλισμένος για ακαδημαϊκούς λόγους». Άλλες φορές, φέρνουν μερικούς και τους έχουν «υπό δοκιμή» μέχρι να τους διώξουν, αλλά δεν βλέπω πώς θα σε βοηθούσε αυτό.
 
Επίσης, δεν ξέρω ακριβώς τι μεταφράζεις και πόσο μπορείς να το τραβήξεις (και η εμπειρία μου περιορίζεται στον υγρό στίβο), αλλά ίσως να σου χρησιμεύε το φορμάρισμα, περίοδος φορμαρίσματος [να κάναμε νήμα;], όπου απαγορεύεται δια ροπάλου να αγωνιστεί ο αθλητής σε λιγότερο σημαντικούς αγώνες γιατί προετοιμάζεται για κάποιους πολύ σημαντικούς (π.χ. πανελλήνιους, παγκόσμιο πρωτάθλημα κτλ).
 
Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω το φορμάρισμα διότι εκείνο ακολουθείται από το σημαντικό αθλητικό γεγονός στο οποίο συμμετέχει (και για το οποίο προετοιμαζόταν) ο αθλητής, ενώ στην περίπτωσή μου αυτός μπήκε σιγά-σιγά (μα με πάρα πολύ αργό ρυθμό, λέμε) στην ομάδα.
 
Nα το κάνω νήμα, να το στείλω στις Φράσεις, ή να το θεωρήσω Λεξιπλασία; :confused: Νέα καθήκοντα, νέες ευθύνες...:D

προπόνηση με τις μπουλντόζες

Καψόνι σε επαγγελματία αθλητή που θέλει να τον διώξει η διοίκηση. Υποχρεωτική προπόνηση σε άγρια πρωινή ώρα. Η έκφραση ξεκίνησε, νομίζω, από ανεπιθύμητους του Ολυμπιακού, που τους έστελναν να κάνουν προπόνηση την ώρα που άρχιζαν οι χωματουργικές εργασίες στο προπονητικό κέντρο του συλλόγου, στο Ρέντη. (Πολλή προπόνηση με μπουλντόζες, κι άλλων ομάδων, εδώ).
 
Άλλες ιδέες για αναζήτηση (εγώ δεν βρίσκω κάτι ενδιαφέρον, αλλά μάλλον δεν ψάχνω σωστά):
Αθλητές που επιστρέφουν χαλαρά μετά από μακροχρόνιο τραυματισμό.
Αθλήτριες που επιστρέφουν χαλαρά μετά από μία εγκυμοσύνη.
 
Back
Top