πατρογονικός, -ή, -ό [1840] 1. αυτός που είναι κληρονομημένος, από τον
πατέρα ή τους προγόνους: - σπίτι | κειμήλιο | κτήματα 2. αυτός που αποτελεί
μέρος τής προγονικής κληρονομιάς: ~ συνήθειες | εστίες | ήθη | έθιμα ΣΥΝ.
πατροπαράδοτος 3. πατρογονικά (τα) (α) οι πρόγονοι, οι πατέρες (β) τα
κληρονομημένα κτήματα.
πατρογραμμικός, -ή, -ό 1. (στην κοινωνική ανθρωπολογία) αυτός που
σχετίζεται με τον τύπο αναγνωρίσεως τής καταγωγής και κοινωνικής
οργάνωσης, ο οποίος ορίζει την καταγωγή αποκλειστικά με βάση την πατρική
γενεαλογική γραμμή, ενώ ταυτοχρόνως δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα
στους συγγενείς από την πλευρά τής μητέρας 2. (στην εθνολογία) αυτός που
σχετίζεται με το σύστημα συγγένειας, το οποίο δίνει βαρύτητα μόνο στην
καταγωγή από την πλευρά τού πατέρα. [ETYM. Μετάφρ. δάνειο από αγγλ.
patrilinear (νόθο συνθ.)].