mack daddy
[...]
First Known Use: 1989
http://www.merriam-webster.com/dictionary/mack daddy
Απίστευτα λάθος το στοιχείο τού M/W περί πρώτης εμφάνισης (εκτός πια κι αν για σώμα κειμένων χρησιμοποιεί αποκλειστικά το
Κήρυγμα Εβδομάδος).
.
Αντιγράφω από το
Cassell's Dictionary of Slang:
mack daddy / McDaddy n. (US Black) 1 [1950s+] a successful pimp or criminal. 2 [1950s+] an important, influential Black man, a power in the community (cf. BIG DADDY). 3 [1990s] a handsome, virile man. 4 [1990s] a very successful or skillful man. [MACK n.[SUP]1[/SUP] + DADDY n. (7); thus ‘The Great MacDaddy’, protagonist of an African-American rhyme of 1950s]
.
Για το ετυμολογικό τού
mack, βρίσκουμε πάλι στο
Cassell's Dictionary of Slang:
mack n.[SUP]1[/SUP] 1 [late 19C+] (US Underworld) a pimp. 2 [1960s+] (US Black) a person who deceives or tries to charm a member of the opposite sex with seductive words (cf. SHOOT ONE'S BEST MACK). 3 [1960s+] a clever, influential person, a smooth operator. [early 15C-mid17C Standard-English mackerel, a pimp, pander or procuress, ultimately from French maquereau, a pimp + ? Dutch makelaar, a broker]
.
Για το δε ολλανδικό
makelaar βρίσκουμε στο
Nederlands Etymologisch Woordenboek των Jan De Vries, F. De Tollenaere:
makelaar znw. m., mnl. mākelâre, mākelêre 'tussenpersoon, makelaar, bemiddelaar, afzetter, koppelaar', Teuth. mēkeler = ondercoeper, mnd. mēkeler, mākeler 'tussenpersoon, makelaar' ( > nhd. mākler, de. mœgler, nzw. mäklare). Het woord schijnt een afl. van het ww. makelen te zijn, maar dit komt in het nnl. nnd. eerst aanmerkelijk later voor. — > fra. maquereau (sedert de 13de eeuw) 'tussenpersoon' (Valkhoff 186).
Het woord bet. ook 'stuk hout in de top van een kap, als verenigingspunt van nok en spruiten', ook in andere betekenissen, mnl. mākelâre, mnd. mēkeler, zal als verbindingsstuk het overdrachtelijk gebruikte makelaar zijn. — Het fra. maquereau evenals ital. macratello 'spion', moet door metathesis uit makelaar verklaard worden. Maar er is ook een fra. maquereau 'makreel', beantwoordend aan mnl. makreel, waarnaast het vr. makerele 'koppelaarster' betekent. Volgens het volksgeloof zou de makreel de mannetjes en de wijfjes van de haring samenbrengcn en dus werkelijk als koppelaar optreden. Is dit volksgeloof oud, dan zou dus de bet. 'koppelaar' secundair zijn en dan zou makelaar een metathesis zijn uit makereel, wellicht onder invloed van maken en het suffix -laar. — Zie verder: makreel.
.
makreel znw. m., mnl. makereel, macreel m., mnd. mackerele ( > laat-mhd. makrel, nhd. makrele) < ofra. maquerel vgl. mlat. macarellus. Daar mnl. makerēle 'koppelaarster' betekent, wil men wel het woord uit nnl. makelaar afleiden, omdat volgens het volksgeloof de makreel de mannetjes en de wijfjes van de haring bij een zou brengen (zie : makelaar). Dit is echter niet waarschijnlijk, daar fra. maquereau 'makreel' reeds in de 12de eeuw bekend was (in 1163 macarellus) in Vlaanderen (Valkhoff 187) en dus nnl. makreel uit het fra. zal zijn overgenomen. De herkomst van de visnaam is niet bekend. Naast fra. maquereau staan norm. karó en in Poitou karél. Verband met oiers magar 'kuit' (vgl. me. glosse van 15de eeuw megarus — makerel) stuit ai op de k en ook afieiding van lat. macula 'vlek' is onwaarschijnlijk. — Uit het nl. > russ. makrel' (sedert 1717, vgl. R. v. d. Meulen Ts. 28, 1909, 207).
.
Καθότι αγνοώ την ολλανδική γλώσσα, οι προσπάθειές μου προς κατανόηση των παραπάνω εξαντλήθηκαν με την καταφυγή μου στην γκουγκλομετάφραση. Ωστόσο, όταν έχεις μπροστά σου ένα μεγαλοπρεπέστατο
makelaar, το οποίο μάλιστα σημαίνει "μεσίτης" κι έχει μακρά σημασιακή σχέση με έννοιες του εμπορίου, δεν μπορείς να μην καταθέσεις και το τόσο κοντινό ελληνικό:
[ΛΚΝ] μακελάρης < μσν. μακελλάρης < μακελλάριος (αποφυγή της χασμ.) < λατ. macell(arius) "χασάπης" -άριος (δες -άρης) (ορθογρ. απλοπ.)
[ΛΝΕΓ 2012] μακελλάρης Αντιδάνειο, μεσν. < μτγν. μακελλάριος < λατ. macellarius < macellum "κρεοπωλείο" < αρχ. μάκελλον "σφαγείο, κρεοπωλείο"
[ΕΛΝΕΓ 2009] μακελλάρης "χασάπης" μεσν. < ελνστ. μακελλάριος < λατ. macellarius "κρεοπώλης, χασάπης" < macellum "αγορά" < ελνστ. μάκελλον / μάκελλος "φράχτης"
.
[ΛΚΝ] μακελεύω < μσν. μακελλεύω (στη νέα σημ. κατά το μακελλάρης) < ελνστ. μακελλεύω "κρατάω στάβλο" (ορθογρ. απλοπ.)
[ΛΝΕΓ 2012] μακελλεύω μεσν. < αρχ. μάκελλον "σφαγείο, κρεοπωλείο — φράχτης", πιθ. < εβρ. miklā "φράχτης, μάντρα" ή, κατ' άλλη άποψη, από σημιτ. ρίζα mkr "εμπορεύομαι".
[ΕΛΝΕΓ 2009] μακελλεύω "κατασφάζω" όψιμο ελνστ. < ελνστ. μάκελλον / μάκελλος "φράχτης" (με παραγωγ. τέρμα -εύω), σημιτ. δάνειο, πβ. εβρ. miklā "φράχτης, μάντρα", ή από σημιτ. ρίζα mkr "εμπορεύομαι". Η σημασία "σφάζω" οφείλεται σε επίδρ. τού ελνστ. μακελλάριος "σφαγέας" (βλ.λ.). Ορισμένοι θεωρούν ότι η σημασία αυτή αναπτύχθηκε πρώτα στο ελληνογενές λατ. macellarius, το οποίο θα δήλωνε αρχικώς αυτόν που συναλλάσσεται στην (περιφραγμένη) αγορά και ειδικεύθηκε στη δήλωση του εμπόρου κρεάτων. Αξιοσημείωτη είναι η φωνητική σύμπτωση με το αρχ. μακέλ(λ)η "τσάπα, αξίνα".
.
[Beekes] μάκελλον [n.] 'fence' [...] Borrowed from Greek was Lat. macellum 'market, etc.', whence macellārius > μακελλάριος 'butcher' (gl. laniator), -ιον [n.] 'food market'. [...] The primary meaning of μάκελλον is 'lattice, fence', and thence 'meat market', etc. The fence may have consisted of pointed objects, which would support relationship with μακέλη 'mattock'. If this is correct, the word must be Pre-Greek.
.
Να λοιπόν που η αγορά (
macellum) μαζεύει νταβατζήδες, εμπόρους σαρκός —μόνο που στο
mack / McDaddy είναι λευκής ενώ στο
macellarius είναι ερυθρής— που 'χουν μαντρωμένες (
μάκελλον) τις γυναίκες για να τις εκμεταλλεύονται... οπότε απόλυτα αναμενόμενο και το να μιλάμε για «αγοραίο» έρωτα.
ΥΓ Στο επόμενο επεισόδιο: Πώς αυτό «που σέρνει καράβι» προκαλεί μακελειό στο καρνάγιο. (Μέχρι τότε, διαβάστε για την άλλη μακελλέξη εδώ:
http://sarantakos.wordpress.com/2010/07/21/karnagio/.) :)