metafrasi banner

lemon = (slang) σαπάκι

Στους ποδοσφαιρόφιλους, το σαπάκι είναι κάτι πολύ διαδεδομένο και είναι ακριβώς το lemon. Ξεκίνησε φυσικά να υπονοεί τον σάπιο, ξεπεσμένο, τελειωμένο ποδοσφαιριστή, αλλά τώρα πια λέγεται για κάθε πρωτόβγαλτο που δεν έχει ικανότητες. "Τι είναι αυτό το σαπάκι που πήγες και μου αγόρασες;" είπε ο προπονητής στον πρόεδρο και άλλα τέτοια.

Σαπακκκιάζω (με τρία κ για να προφέρεται βαριά) είναι στην Κύπρο το βαράω, χτυπάω δυνατά. Δεν ήξερα ότι ΚΑΙ αυτό είναι τούρκικο. Ευχαριστώ, Παλάβρα. Μήπως και το φακκώ που επίσης σημαίνει χτυπάω είναι τούρκικο;
 
Interesting - whereas "lemon" only refers to inanimate objects.
You wouldn't refer to an inept player(writer or actor etc..) as a "lemon" (it would be nonsensical) .. you'd call him/her a failure,a hack or a dud etc.. instead.

A "lemon" is almost exclusively a manufactured or constructed product (or component) that is notorious for failing and being unreliable - ένα αναξιόπιστο προϊόν που μας απογοητεύει !
 
Σαπακκκιάζω (με τρία κ για να προφέρεται βαριά) είναι στην Κύπρο το βαράω, χτυπάω δυνατά. Δεν ήξερα ότι ΚΑΙ αυτό είναι τούρκικο. Ευχαριστώ, Παλάβρα. Μήπως και το φακκώ που επίσης σημαίνει χτυπάω είναι τούρκικο;
Το σαπακιάζω (με ένα κάππα :p) το ξέρω με την έννοια σπάω στο ξύλο. Το φακκώ νομίζω ότι δεν είναι τούρκικο, στα τουρκικά το ρήμα χτυπάω είναι vurmak (βουρμάκ), και το δέρνω είναι dövmek (ντοβμέκ). Να ρωτήσουμε και το Μαρίνο :)

Τους άχρηστους ποδοσφαιριστές δεν τους λένε και παλτά;
 
Τους άχρηστους ποδοσφαιριστές δεν τους λένε και παλτά;
Νομίζω τους άχρηστους ποδοσφαιριστές που αποκτήθηκαν ακριβά (δηλ. με ψηλό τίμημα) κυρίως τους λένε «παλτά». Αλλά πάντως για το βιβλίο που μας μένει απούλητο στην αποθήκη (δηλ. που δεν πάει καθόλου καλά από πωλήσεις) λέμε ότι «μας έμεινε παλτό».
 
Back
Top