H palavra υποθέτω δεν χρειάζεται πια τον όρο, αλλά για μελλοντική χρήση:
το gender είναι το κοινωνικό φύλο, όπως λέει ο nickel, σε αντιδιαστολή με το sex που είναι το βιολογικό. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε με αυτή την έννοια τη δεκαετία '70 από τις αμερικανίδες φεμινίστριες, οι οποίες ήθελαν να δείξουν ότι οι ανισότητες σε βάρος των γυναικών δεν έχουν βιολογικά αίτια (το ότι οι γυναίκες κάνουν παιδιά, έχουν μικρότερη σωματική δύναμη κλπ.) αλλά είναι κοινωνικά κατασκευασμένες και άρα ανατρέπονται. Η κοινωνική κατασκευή του φύλου φυσικά περιλαμβάνει και ψυχολογικούς παράγοντες.
Στην πράξη, ολόκληρος ο όρος κοινωνικό φύλο αναφέρεται μόνο όταν πρέπει να γίνει η διάκριση με το βιολογικό φύλο ή στην αρχή ενός κειμένου, αλλιώς χρησιμοποιούμε μόνο τη λέξη φύλο. Π.χ. εδώ ταυτότητα φύλου.
Το έμφυλος χρησιμοποιείται ως μετάφραση του gendered (ή και του gender όταν είναι επίθετο) και είναι αποδεκτός όρος. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω αν έχει προταθεί και άλλος όρος για αυτή τη λέξη.
Για την ιστορία του αγγλικού όρου gender αλλά και για τη χρήση του έμφυλος μπορείτε να ανατρέξετε στο βιβλίο των Ε. Αβδελά - Α. Ψαρρά (επιμ.) (1997) Σιωπηρές ιστορίες - Γυναίκες και φύλο στην ιστορική αφήγηση. Εκδ. Αλεξάνδρεια.