metafrasi banner

choreograph = χορογραφώ

nickel

Administrator
Staff member
Αν αναρωτηθείτε γιατί κάνω σημείωμα για αυτή την απλή απόδοση, να εξηγήσω ότι ανακάλυψα με μεγάλη έκπληξη ότι τα λεξικά μας δεν περιλαμβάνουν το ρήμα χορογραφώ.

Στα διαδικτυακά λεξικά το Wiktionary έχει ένα αναιμικό λήμμα. Από την άλλη το λήμμα του ΜΗΛΝΕΓ είναι χορταστικό, περιλαμβάνοντας και τις μεταφορικές σημασίες (που πιθανότατα προέκυψαν από το αγγλικό choreograph).

Οπότε με χαρά αντιγράφω το λήμμα του ΜΗΛΝΕΓ στη σημερινή του μορφή, παραλείποντας τα φλύαρα παραδείγματα χρήσης (που δεν θα χρειαζόταν να ξεπερνούν τα δυο-τρία).

χορογραφώ [xoroɣrafó]
[ΕΝΣΤ (ορστ. χορογραφείς), ΠΡΤ χορογραφούσα, ΑΟΡ χορογράφησα (απρμ. χορογραφήσει), ΜΠΘ ΕΝΣΤ χορογραφούμαι (μτχ. (σπάν.) χορογραφούμενος, -η, -ο), ΜΠΘ ΑΟΡ χορογραφήθηκα (απρμ. χορογραφηθεί), ΜΠΘ ΠΡΚ (μτχ. χορογραφημένος)]
1)
ΜΤΒ (+αιτ.)
Συνθέτω χορογραφικό έργο, δηλαδή έργο που παρουσιάζει χορευτές να εκτελούν χορούς με ορισμένη μουσική συνοδεία συνήθως πάνω σε ένα ορισμένο θέμα και ορίζω τις κινήσεις των χορευτών, τους εκφραστικούς τρόπους και ό,τι σχετικό προκειμένου να πετύχω το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που έχω κατά νου ή παρουσιάζω ή μεταφέρω σε χορογραφική εργασία κάποιο υπάρχον ήδη έργο
Τον προσεχή χειμώνα η χορογράφος χορογραφεί δύο έργα του γνωστού Έλληνα συνθέτη

Μερικές μαθήτριες ανέλαβαν να χορογραφήσουν τον ετήσιο χορό του λυκείου τους
Στην παράσταση υπήρχε και μια εξαιρετικά χορογραφημένη σκηνή μονομαχίας
2)
ΜΤΒ (+αιτ.) (σχετικά με χορευτή)
Συνθέτω χορογραφία βασίζοντάς τη σε κπν χορευτή, καθιστώ έναν χορευτή το κεντρικό πρόσωπο πάνω στο οποίο συνθέτω μια χορογραφία
Η διάσημη Αμερικανίδα χορογράφος χορογραφεί την Ελληνίδα χορεύτρια στη νέα παράσταση που ετοιμάζει

3)
(χωρίς αντικ. +πρόθ. σε {+αιτ.})
Ασκώ το έργο ή επάγγελμα του χορογράφου, πραγματοποιώ χορογραφικές εργασίες
Η σημαντική Κύπρια χορογράφος χορογραφεί στο Φεστιβάλ Αθηνών

4)
χορογραφημένο πρόγραμμα άθλησης/ άσκησης [πρόγραμμα, άθληση, άσκηση]
Πρόγραμμα αερόβιας άσκησης στο οποίο οι γυμναστικές κινήσεις έχουν σχεδιαστεί ώστε να εκτελούνται από τους αθλούμενους σαν χορογραφία, συχνά σύμφωνα με τον ρυθμό μουσικής συνοδείας
5)
ΜΤΒ (+αιτ.)
Αποδίδω κτ, εκφράζω κτ ή αναπαριστώ κτ μέσω μιας χορογραφίας, ενός χορευτικού
Η γνώση που έχει ένας άνθρωπος με αναπηρία για το σώμα του μπορεί να χορογραφηθεί

6)
(μτφ.)
Κινώ τα νήματα πολιτικών κινήσεων, είμαι ο ρυθμιστής της πολιτικής
Όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα, φαίνεται πως οι Ευρωπαίοι χορογραφούν και ο πρωθυπουργός απλώς χορεύει

7)
ΜΤΒ (+αιτ.) (μτφ.) (συνήθ. με αρνητική σημ.)
Σχεδιάζω, οργανώνω μια διαδικασία προσχηματική, καθορίζοντας από πριν το αποτέλεσμά της
(ΣΥΝ προκαθορίζω, στήνω)
«Η συνάντηση με τους Ευρωπαίους εταίρους είναι χορογραφημένη εκ των προτέρων και δεν περιμένω να ληφθεί κάποια σημαντική απόφαση» δήλωσε ο υπουργός

8)
ΜΤΒ (+αιτ.) (μτφ.)
Συνδυάζω, συντονίζω κάποια στοιχεία για να αποτελέσουν ένα αρμονικό αισθητικό σύνολο
(πρβ. ενορχηστρώνω, συναρμόζω, συνοργανώνω)
Οι πίδακες και τα φώτα του σιντριβανιού έχουν χορογραφηθεί εξαιρετικά και δημιουργούν ένα φαντασμαγορικό αποτέλεσμα
 
Top