Από το ΧΛΝΓ:
τικ[SUP]3[/SUP] ουσ. (ουδ.) {ακλ.} (προφ.) 1. σημάδι επιλογής ή τσεκαρίσματος (συμβ. ✓, ✓): Βάζω/σημειώνω (ένα) τικ (=μαρκάρω). Βλ. χι[SUP]2[/SUP]. ΣΥΝ. τσεκ (2) [...]
τικάρισμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): μαρκάρισμα ή τσεκάρισμα με σημάδι επιλογής (τικ): τικάρισμα του πεδίου ... τικάρισμα στο κουτάκι/τετραγωνάκι. Βλ. -ισμα. [< αγγλ. ticking]
τικάρω ρ. (μτβ.) {τικάρισα, τικαριστεί, τικαρισμένος} (προφ.): μαρκάρω ή τσεκάρω με σημάδι επιλογής (τικ): ~ το κατάλληλο κουτάκι/τετραγωνάκι στο ερωτηματολόγιο ǁ ~ τα ιμέιλ για διαγραφή. Βλ. κλικάρω [< αγγλ. tick]
τσεκ ουσ. (ουδ.) {ακλ.} [...] 2. σημάδι τσεκαρίσματος: Συμπληρώστε τη δήλωση με τσεκ, όπου χρειάζεται. ΣΥΝ. τικ[SUP]3[/SUP] (1)