Από την πρόταση, φαντάζομαι ότι το burr (ή bur) εδώ σημαίνει το γρέζι, το ξεφλούδισμα.
OED: A rough ridge or edge left on metal or other substance after cutting, punching, etc.; e.g. the roughness produced on a copper-plate by the graver; the rough neck left on a bullet in casting; the ridge produced on paper, etc., by puncture.
To GWord για τη σχετική σημασία του bur γράφει: ρίνισμα, αποξάκριδο, απόξεσμα, αλλά επειδή αυτά δεν μου φαίνονται κατάλληλα για ανθρώπινο δέρμα και λόγω γιαγιάς μ' αρέσει η γρέντζα.
Ρόζος είναι αυτό που έχουν τα δέντρα, ο κόμπος, έτσι δεν είναι; Και αγγλιστι burr walnut είναι το ξύλο της καρυδιάς που έχει μέσα το περίγραμμα των ρόζων. Πολύ συχνό στα έπιπλα της δεκαετίας του '30, προσωπικά δε μου αρέσει.