Λογοπαίγνιο με τις δύο έννοιες του boogie.
1) To dance to rock music.
2) A piece of snot, plucked from a nose.
Η κόρη πιέζει τον πατέρα να φύγουν για να την πάει στο mall για ψώνια:
Come on, let's boogie!
Ο πατέρας είναι συναχωμένος και άκεφος. Φυσάει με θόρυβο τη μύτη του. Η κόρη συνεχίζει:
Oh, not that kind of boogie!
Έχω υπόψη μου μια απόδοση, αλλά ίσως μου προτείνετε κάτι καλύτερο.
1) To dance to rock music.
2) A piece of snot, plucked from a nose.
Η κόρη πιέζει τον πατέρα να φύγουν για να την πάει στο mall για ψώνια:
Come on, let's boogie!
Ο πατέρας είναι συναχωμένος και άκεφος. Φυσάει με θόρυβο τη μύτη του. Η κόρη συνεχίζει:
Oh, not that kind of boogie!
Έχω υπόψη μου μια απόδοση, αλλά ίσως μου προτείνετε κάτι καλύτερο.