metafrasi banner

bevel

nickel

Administrator
Staff member
Σε προγράμματα παρουσίασης σαν το PowerPoint υπάρχει η δυνατότητα να προσθέσεις ένα πλαίσιο που στα αγγλικά ονομάζεται bevel και στα ελληνικά αποδίδεται κορνίζα. (Βλέπε και γλωσσάρια της Microsoft, στη διεύθυνση https://www.microsoft.com/en-us/lan...ngID=Greek&Source=true&productid=All Products.)

Οι αποδόσεις που βρίσκουμε σε λεξικά είναι:

λοξή γωνία | λοξότμηση, λοξότμητο, λοξή κοπή, μπιζοτάρισμα, γώνιασμα | (εργαλείο) κινητή γωνία, φαλτσογωνιά (Penguin-Hellenews)

Στο διαδίκτυο θα βρούμε και τη λιγότερο διαδεδομένη λοξοτόμηση.

Το (παλιότερο) μπιζοτάρισμα (και το μπιζοτέ) είναι από τη γαλλική λέξη biseau για τη λοξή τομή (και τη μετοχή biseauté).
https://www.larousse.fr/dictionnaires/francais/biseau/9577

Από παρετυμολόγηση λόγω της χρήσης του όρου στην κοσμηματουργία (την κατασκευή μπιζού), οι λέξεις έγιναν μπιζουτέ και μπιζουτάρισμα.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Στα τεχνικά, από την πιο «δύσκολη» (και σωστή) λοξότμηση που χρησιμοποιούσα αρχικά, έχω καταλήξει τα τελευταία χρόνια στην ευφωνικότερη λοξοτόμηση.
 

nickel

Administrator
Staff member
Να βάλω τα λήμματα του Χρηστικού:

λοξότμηση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η οξεία γωνία που προκύπτει από το σημείο συνάντησης δύο επιφανειών, προκειμένου να δημιουργηθούν απαλές ακμές που διευκολύνουν τη μετάβαση από τη μία (επιφάνεια) στην άλλη: (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ επίπλων/μαχαιριών. Καθρέφτες με/χωρίς ~. Διαμάντια με πολλές -ήσεις. Πβ. μπιζουτάρισμα. Βλ. φαλτσο-γωνιά, -κόφτης. | (σπαν.) ~ δρόμων/ευθειών (: που σχηματίζουν λοξή γωνία).

μπιζουτάρισμα ουσ. (ουδ.): στρογγύλεμα των γωνιών ή γενικότ. λέπτυνση των άκρων σε επιφάνειες ή επίπεδα σώματα· ειδικότ. λοξή γωνία ή τομή: ~ ακμών. Τροχός για ~. Φινίρισμα φακού-~. Πβ. λοξότμηση.
 
Top