εναέριος -α -ο [enaérios] Ε6: α. που βρίσκεται, που αιωρείται στον αέρα: Εναέριο καλώδιο. Εναέρια σύρματα. Εναέριος σιδηρόδρομος., που κινείται σε αιωρούμενο σύρμα. || (βοτ. ) εναέριες ρίζες, που αναπτύσσονται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. β. που γίνεται, που έχει σχέση με τα αεροπλάνα ή με τις αεροπορικές συγκοινωνίες: Εναέρια συγκοινωνία. Περιοχή εναέριας κυκλοφορίας., τομέας του εναέριου χώρου όπου ασκείται έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας. Ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας. [λόγ. < ελνστ. ἐναέριος]
Ολόκληρο το κεφάλαιο του βιβλίου μου αναφέρεται σε βομβαρδισμούς από αέρος, επιθέσεις από αέρος, κ.λπ.
Τι θα προτιμούσατε από τα παρακάτω;
α) εναέριος βομβαρδισμός
β) βομβαρδισμός από αέρος
γ) από αέρος βομβαρδισμός
δ) κάτι άλλο
Το "εναέριος" μού δίνει την αίσθηση ότι η επίθεση πραγματοποιείται μεν από αέρος, αλλά παραμένει στον ουρανό και δεν μεταφέρεται στη γη. Κάνω λάθος;
Ολόκληρο το κεφάλαιο του βιβλίου μου αναφέρεται σε βομβαρδισμούς από αέρος, επιθέσεις από αέρος, κ.λπ.
Τι θα προτιμούσατε από τα παρακάτω;
α) εναέριος βομβαρδισμός
β) βομβαρδισμός από αέρος
γ) από αέρος βομβαρδισμός
δ) κάτι άλλο
Το "εναέριος" μού δίνει την αίσθηση ότι η επίθεση πραγματοποιείται μεν από αέρος, αλλά παραμένει στον ουρανό και δεν μεταφέρεται στη γη. Κάνω λάθος;