metafrasi banner

a double standard = δύο μέτρα και δύο σταθμά

nickel

Administrator
Staff member
double standard
noun
a rule or principle which is unfairly applied in different ways to different people or groups: the double standards employed to deal with ordinary people and those in the City.
(ODE)

Δύο μέτρα και δύο σταθμά — και όχι βέβαια «διπλά στάνταρ»! :cry: Και το «διπλό στάνταρ» ανήκει στις προβλέψεις του προπό.

Στα αγγλικά δεν χρειάζεται για μία περίπτωση να χρησιμοποιήσουμε τον πληθυντικό, αρκεί ο ενικός, a double standard.

Στο Δευτερονόμιο (κε΄, 13-15) διαβάζουμε για τα μέτρα και τα σταθμά:

Οὐκ ἔσται ἐν τῷ μαρσίππῳ σου στάθμιον καὶ στάθμιον, μέγα ἢ μικρόν· οὐκ ἔσται ἐν τῇ οἰκίᾳ σου μέτρον καὶ μέτρον, μέγα ἢ μικρόν· στάθμιον ἀληθινὸν καὶ δίκαιον ἔσται σοι, καὶ μέτρον ἀληθινὸν καὶ δίκαιον ἔσται σοι, ἵνα πολυήμερος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς κύριος ὁ θεός σου δίδωσίν σοι ἐν κλήρῳ ὅτι βδέλυγμα κυρίῳ τῷ θεῷ σου πᾶς ποιῶν ταῦτα, πᾶς ποιῶν ἄδικον.

Do not have in your bag different weights, a great and a small; or in your house different measures, a great and a small. But have a true weight and a true measure: so that your life may be long in the land which the Lord your God is giving you. For all who do such things, and all whose ways are not upright, are disgusting to the Lord your God.
(Basic Bible)
 
Top