φιάξε

I have encountered this word several times today. Is it a typo for φτιάξε or an alternative form or a different verb? In which case what does it mean?:curse:
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Here's another one, Theseus, much more common in earlier times, φκιάνω, as in this Easter folk song from Grevena:

Φκιάνω μια κλούρα σταυρωτή και στα βουνά τη στέλνω.
– Βουνά, να μη χιονίσετε ούτε να παχνιστείτε,
τώρα που έχουμε και μεις καιρό για το σεργιάνι,
να βγούμ' να σεργιανίσουμε στα πράσινα λιβάδια

or in Μικρός ναυτίλος by Elytis:

Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς σεισμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση στα πράγματα να τ’ απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα τ’ Ακοίμιστα και την Ερημική ν’ αξιωθώ να φκιάνω λόφους καστανούς, μοναστηράκια, κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοειδή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα ‘ταν η ευωδία τόση που φοβήθηκα. Κι έπιασα σιγά σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλλος. Ή κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.

https://goo.gl/MSSS6x

Έχει το λαιμό χυτόνε
μαστραπά πελεκητόνε
έχει μύτη κοντυλένια
δόντια μαργαριταρένια
έχει φρύδια σα γαϊτάνι
που ζωγράφος δεν τα φκιάνει
έχει τα μαλλιά μετάξι
και φκιασμένα με την τάξη

https://archive.org/stream/laographia01hell/laographia01hell_djvu.txt


Δεν είναι οι ποιητές προφήτες;

Γουωλτ Γουίτμαν, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις!

Δόξα στις θετικές επιστήμες ! Ζήτω των αποδείξεων η ακρίβεια !
Φέρτε σμυρτιές και κλώνους πασχαλιά, και φέρτε κέδρα,

Νά ο
λεξικογράφος, νά κι ο χημικός κ’ εκειός που φκιάνει
Μια γραμματική
απ’ τις αρχαίες επιγραφές,
Κι αυτοί οι θαλασσοπόροι που αρμενίζουνε αψηφώντας κάθε κίνδυνο μέσ’ σε άγνωστα νερά,
Νά κι ο
γεωλόγος, νά κ’ εκειός που δουλεύει με σμιλάρι, και νά κι ο μαθηματικός.

In Thessaly it's still common in everyday greeting as "Τι φκιάν'ς;", equivalent to "Τι κάνεις;" (How are you? Whazzup? What are you up to?)

 
A massive amount of information here, 'Man, with all the help I need. I translated the Easter folksong easily. All I can make of the little poem is:-
'She has a flowing neck/ A carved table vessel/She has a delicate nose/Teeth like pearls/Eyebrows like silken cord/Unmade by any artist/She has silken hair/And well arranged.
Any help?
 

daeman

Administrator
Staff member
... Any help?

None needed, Theseus. :-)

Just this note: μαστραπάς = pitcher, jug, large cup.

μαστραπάς ο [mastrapás]: (λαϊκότρ.) μικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού. μαστραπαδάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. μαστραπάς < τουρκ. maşrapa με ανάπτ. [t] για διευκόλυνση της άρθρ.]

μαστραπάς ο· μαστραμπάς. Είδος μεγάλου μεταλλικού ποτηριού με λαβή: έπαρον άλαλον νερό εις μαστραπάν (Ιατροσόφ. 75[SUP]6[/SUP]).
[<τουρκ. maşrapa. Η λ. το 13. αι., στο Meursius (λ. μάστραπα) και σήμ.]


Since it's described as carved or hewn in the poem and referring to the bride's neck, the image of an alabaster pitcher comes to mind, in all its curved beauty, like this one from Egypt:



As for χυτό, your "flowing" is a nice touch, since it means well-formed, smoothly curved and graceful here. Κοντυλογραμμένο.
 
Top