σε ανύποπτο χρόνο

nickel

Administrator
Staff member
Να μια ωραία έκφραση, που σε κάνει να αναρωτιέσαι ποια να είναι η καλύτερη απόδοση. Πρώτα, τι λένε τα ελληνικά λεξικά:
2. αυτός που δεν γεννά υποψίες (για κάτι)· κυρ. στη ΦΡ. σε ανύποπτο χρόνο σε στιγμή που ένα ζήτημα δεν έχει τεθεί: το βιβλίο του για το Μακεδονικό δημοσιεύθηκε σε ανύποπτο χρόνο, τρία χρόνια πριν έρθει το θέμα στην επικαιρότητα. (ΛΝΕΓ)

σε ανύποπτο χρόνο, σε χρόνο που δεν περιμένουμε ότι θα συμβεί κτ., που δεν είναι δυνατό να προβλέψουμε κτ., ώστε να συσχετίσουμε δύο γεγονότα: Οι δηλώσεις του έγιναν σε ανύποπτο χρόνο και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι εξυπηρετούσαν κάποιες σημερινές σκοπιμότητες. (ΛΚΝ)

σε ανύποπτο χρόνο: σε προγενέστερο χρόνο, τότε που δεν είχε ακόμη εκδηλωθεί καθαρά ένα φαινόμενο του παρόντος: σας είχα προειδοποιήσει για τον άνθρωπο αυτό σε ανύποπτο χρόνο. [Wiktionary]​

Από τα ελληνοαγγλικά:
  • Γεωργακά: (2) when no suspicion would be raised: άλλαξε την ηλικία του σε ανύποπτο χρόνο | είχε κάνει την παρατήρηση σε ανύποπτο χρόνο νωρίτερα (Ploritis)
  • Σταυρόπουλος: at an unsuspected time
  • Ρίζου: unexpectedly, when one least expects something, in a time unknown to everyone.
  • Κοραής: when you [etc] least expect: Έφερε το θέμα προς συζήτηση σε ανύποπτο χρόνο. = He brought up the subject for discussion when everyone least expected it.

Αν η σημασία είναι «εκεί που δεν το περιμένεις / που δεν το περίμενες / που κανένας δεν το περίμενε», μπορούμε να προσθέσουμε τα παρόμοια when least expected, when it was least expected, out of the blue.

Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι υπάρχει πάντα το στοιχείο του αιφνιδιασμού, πιστεύω ότι για τις περισσότερες χρήσεις ισχύουν οι ορισμοί του ΛΝΕΓ και του Wiktionary. Για αυτές τις χρήσεις έχω σκεφτεί μέχρι στιγμής τα παρακάτω. Φτάνουν όμως;

when it was not on the agenda
when it was hardly an issue
when it was not even on the table
before it was even an issue
 
Top