Σχολίαζα χτες τη σύσταση του Δελτίου Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών (τεύχος 9-10) για το επίθετο σεισμογενής. Να μη λέμε «σεισμογενής», αλλά να λέμε «σεισμογόνος». Έτσι το παρουσίαζε το Βήμα και έκανα την ευχή να δίνεται με περισσότερες λεπτομέρειες στο Δελτίο (με σαλίγκαρο μού έρχεται) μια και άλλο σημαίνει το ένα επίθετο και άλλο το άλλο.
Το πρόβλημα, το έχω ξαναπεί, ξεκινά από το ότι οι αγγλόφωνοι κοτσάρουν το —genic με δύο σημασίες και όποιον πάρει ο χάρος. Δείτε στο OED:
—genic
forming adjectives with the meaning: ‘of, pertaining to, or relating to generation or production’; spec. (a) generating, producing, as carcinogenic, epeirogenic, pathogenic, pyrogenic; (b) generated, produced, originating in, as blastogenic, cryptogenic.
Στην πρώτη περίπτωση —γόνος (π.χ. καρκινογόνος), στη δεύτερη —γενής (π.χ. κρυψιγενής, πλέον και κρυπτογενής).
Εδώ μπορώ να ξεσηκώσω το σχετικό πλαίσιο από το ΛΝΕΓ:
Στην περίπτωση της «σεισμογενούς περιοχής» δεν είναι εύκολο να αλλάξεις τα καθιερωμένα. Δηλ. στα ψαχτήρια (Altavista / Google):
σεισμογενής περιοχή 328 / 4.820 ευρήματα
σεισμογόνος περιοχή 10 / 19 ευρήματα
Το ΛΚΝ αναγνωρίζει ότι είναι χαμένο το παιχνίδι και γράφει:
Το ΛΝΕΓ, ωστόσο, αφιερώνει ολόκληρο πλαίσιο:
σεισμογενής - σεισμογόνος. Οι λέξεις διαφέρουν σημασιολογικά, αν και συχνά συγχέονται στη χρήση τους: σεισμογενής είναι αυτός που προέρχεται ή γίνεται από σεισμούς (σεισμογενής ρηγμάτωση τού εδάφους, σεισμογενείς μετατοπίσεις / αλλοιώσεις, σεισμογενή φαινόμενα)· σεισμογόνος είναι αυτός που προκαλεί σεισμούς (σεισμογόνο ρήγμα, σεισμογόνοι παράγοντες). Επομένως, όταν θέλουμε να πούμε για μια περιοχή ότι προκαλεί συχνά σεισμούς, θα πούμε ότι είναι σεισμογόνος περιοχή· αν θέλουμε, αντιθέτως, να πούμε ότι πάσχει από σεισμούς, ότι υφίσταται σεισμούς, θα τη χαρακτηρίσουμε ως σεισμόπληκτη / σεισμοπαθή περιοχή (τα σεισμόπληκτος / σεισμοπαθής σημαίνουν και τον άνθρωπο που έχει υποστεί ζημιές από σεισμούς). Από αυτά προκύπτει ότι πρέπει να αποφύγουμε να πούμε σεισμογενής περιοχή είτε με τη σημασία «περιοχή που προκαλεί σεισμούς» είτε με τη σημασία «περιοχή που υφίσταται σεισμούς».
Ας δούμε και τους αγγλικούς όρους:
σεισμογενής = earthquake-induced, earthquake-triggered, seismic
σεισμογενείς μετατοπίσεις = earthquake-induced displacements
σεισμογενείς αλλοιώσεις = earthquake-induced deformations
σεισμογόνο ρήγμα = seismogenic fault
σεισμογόνος ζώνη = seismogenic zone (the layer of the Earth's crust, at the top of the asthenosphere, where most earthquakes originate)
σεισμογόνος περιοχή (*σεισμογενής περιοχή) = earthquake-prone area, seismogenic area, area of high seismicity
σεισμόπληκτη / σεισμοπαθής περιοχή = earthquake-hit area, earthquake-stricken area
Το πρόβλημα, το έχω ξαναπεί, ξεκινά από το ότι οι αγγλόφωνοι κοτσάρουν το —genic με δύο σημασίες και όποιον πάρει ο χάρος. Δείτε στο OED:
—genic
forming adjectives with the meaning: ‘of, pertaining to, or relating to generation or production’; spec. (a) generating, producing, as carcinogenic, epeirogenic, pathogenic, pyrogenic; (b) generated, produced, originating in, as blastogenic, cryptogenic.
Στην πρώτη περίπτωση —γόνος (π.χ. καρκινογόνος), στη δεύτερη —γενής (π.χ. κρυψιγενής, πλέον και κρυπτογενής).
Εδώ μπορώ να ξεσηκώσω το σχετικό πλαίσιο από το ΛΝΕΓ:
-γενής: -γόνος. Τα παράγωγα των δύο αυτών λεξικών επιθημάτων τής Ελληνικής είναι πολλά. Από μερικούς ομιλητές συγχέεται η χρήση τους, ενώ η σημασία τους είναι διαφορετική (ετυμολογικώς είναι ομόρριζα, συνδεόμενα με το γί(γ)νομαι και με άλλα παράγωγα, όπως γέν-ος, γεν-ικός, γένε-σις, γενε-ά, γόν-ος, γον-εύς κ.ά.): το -γενής δηλώνει «αυτόν/αυτό που γίνεται/έγινε, που προκαλείται από κάτι», π.χ. ηφαιστειογενής σεισμός είναι ο σεισμός που προκαλείται από έκρηξη ηφαιστείου, λατινογενείς γλώσσες είναι οι γλώσσες (Ιταλική, Γαλλική, Ισπανική κ.ά.) που προήλθαν από τη Λατινική, πυριγενής (για πετρώματα) αυτός που γίνεται από τη φωτιά, φαρμακογενής (για ασθένεια) αυτός που προέρχεται από φάρμακα· πβ. κ. εκρηξιγενής, σεισμογενής, ψυχογενής, εξωγενής, θεογενής, υστερογενής, ιζηματογενής κ.λπ.
Το -γόνος δηλώνει «αυτόν/αυτό που προκαλεί κάτι, που κάνει κάτι»: καρκινογόνες ουσίες είναι αυτές που προκαλούν καρκίνο, δακρυγόνος και ασφυξιογόνος (βόμβες / αέρια) είναι αυτά που προκαλούν αντιστοίχως δάκρυα και ασφυξία· πβ. κ. παθογόνος, ζημιογόνος, παραισθησιογόνος, σιελογόνος, βλεννογόνος κ.λπ. Με άλλα λόγια, το -γόνος έχει ενεργητική σημασία (κάνω), ενώ το -γενής παθητική (γίνομαι).
Το -γόνος δηλώνει «αυτόν/αυτό που προκαλεί κάτι, που κάνει κάτι»: καρκινογόνες ουσίες είναι αυτές που προκαλούν καρκίνο, δακρυγόνος και ασφυξιογόνος (βόμβες / αέρια) είναι αυτά που προκαλούν αντιστοίχως δάκρυα και ασφυξία· πβ. κ. παθογόνος, ζημιογόνος, παραισθησιογόνος, σιελογόνος, βλεννογόνος κ.λπ. Με άλλα λόγια, το -γόνος έχει ενεργητική σημασία (κάνω), ενώ το -γενής παθητική (γίνομαι).
Στην περίπτωση της «σεισμογενούς περιοχής» δεν είναι εύκολο να αλλάξεις τα καθιερωμένα. Δηλ. στα ψαχτήρια (Altavista / Google):
σεισμογενής περιοχή 328 / 4.820 ευρήματα
σεισμογόνος περιοχή 10 / 19 ευρήματα
Το ΛΚΝ αναγνωρίζει ότι είναι χαμένο το παιχνίδι και γράφει:
σεισμογενής -ής -ές : 1. που δημιουργήθηκε από σεισμό: Σεισμογενή νησιά. 2. αντί του σεισμογόνος, χαρακτηρισμός περιοχής με υψηλό δείκτη σεισμικών δονήσεων.
σεισμογόνος -ος / -α -ο : (για περιοχή) που έχει υψηλό δείκτη σεισμικών δονήσεων.
σεισμογόνος -ος / -α -ο : (για περιοχή) που έχει υψηλό δείκτη σεισμικών δονήσεων.
Το ΛΝΕΓ, ωστόσο, αφιερώνει ολόκληρο πλαίσιο:
σεισμογενής - σεισμογόνος. Οι λέξεις διαφέρουν σημασιολογικά, αν και συχνά συγχέονται στη χρήση τους: σεισμογενής είναι αυτός που προέρχεται ή γίνεται από σεισμούς (σεισμογενής ρηγμάτωση τού εδάφους, σεισμογενείς μετατοπίσεις / αλλοιώσεις, σεισμογενή φαινόμενα)· σεισμογόνος είναι αυτός που προκαλεί σεισμούς (σεισμογόνο ρήγμα, σεισμογόνοι παράγοντες). Επομένως, όταν θέλουμε να πούμε για μια περιοχή ότι προκαλεί συχνά σεισμούς, θα πούμε ότι είναι σεισμογόνος περιοχή· αν θέλουμε, αντιθέτως, να πούμε ότι πάσχει από σεισμούς, ότι υφίσταται σεισμούς, θα τη χαρακτηρίσουμε ως σεισμόπληκτη / σεισμοπαθή περιοχή (τα σεισμόπληκτος / σεισμοπαθής σημαίνουν και τον άνθρωπο που έχει υποστεί ζημιές από σεισμούς). Από αυτά προκύπτει ότι πρέπει να αποφύγουμε να πούμε σεισμογενής περιοχή είτε με τη σημασία «περιοχή που προκαλεί σεισμούς» είτε με τη σημασία «περιοχή που υφίσταται σεισμούς».
Ας δούμε και τους αγγλικούς όρους:
σεισμογενής = earthquake-induced, earthquake-triggered, seismic
σεισμογενείς μετατοπίσεις = earthquake-induced displacements
σεισμογενείς αλλοιώσεις = earthquake-induced deformations
σεισμογόνο ρήγμα = seismogenic fault
σεισμογόνος ζώνη = seismogenic zone (the layer of the Earth's crust, at the top of the asthenosphere, where most earthquakes originate)
σεισμογόνος περιοχή (*σεισμογενής περιοχή) = earthquake-prone area, seismogenic area, area of high seismicity
σεισμόπληκτη / σεισμοπαθής περιοχή = earthquake-hit area, earthquake-stricken area