πωρώδης (;)

m_a_a_

Active member
Σχετικό νήμα υπάρχει, είδα, αλλά μετά είδα και την πρόσφατη παράκληση του nickel να αποφεύγεται το τ ά ν υ σ μ α παλιών νημάτων, οπότε ανοίγω νέο:

Ομολογώ πως εγώ μόνο τον πορώδη ήξερα. Τον πωρώδη τον ανακάλυψα τυχαία σήμερα κατά τη διάρκεια άσχετης αναζήτησης στο ΛΚΝ, κι είναι, λέει, αυτός που μοιάζει με πωρόλιθο.

Το Χρηστικό δίνει και παραδείγματα: πωρώδης ασβεστόλιθος, πωρώδης επιφάνεια

Η απορία μου είναι: σε τι διαφέρουν αυτά από τον πορώδη ασβεστόλιθο και την πορώδη επιφάνεια, αντίστοιχα;
 

nickel

Administrator
Staff member
Μα πώς να μην μπερδεύεσαι όταν ο ορισμός του πωρόλιθου είναι «πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα»; Ή γράφεις «πορώθηκα» στο Word και δεν το θεωρεί λάθος...

Στα αρχαία ο πωρώδης περιέγραφε κυρίως τις πέτρες στα νεφρά: πωρώδης λίθος, πωρώδης σύστασις, πωρώδεις υποστάσεις. Οι σημερινές χρήσεις είναι ελάχιστες και θα μπορούσαν να γίνουν όλες πορώδεις. Προβλέπω επίσης ότι οι γλωσσολόγοι και οι λεξικογράφοι θα πάψουν κάποια στιγμή να χαρακτηρίζουν «εσφαλμένο» το πορώνομαι.
 
Ελπίζω πως όχι γιατί, όπως είπες κι εσύ:
δεν υπάρχει *πόρωση, μόνο πώρωση (αλλά οστεοπόρωση, από τον πόρο)​
Δηλαδή η οστική πώρωση είναι τελείως διαφορετική από την οστεοπόρωση :-)
 

nickel

Administrator
Staff member
Δεν ξέρω πότε, οι γλωσσολογικές αλλαγές μετριούνται με τέρμινα απροσδιόριστης διάρκειας, αλλά ναι, πιστεύω ότι η διαδεδομένη χρήση θα επιτρέψει κάποια στιγμή να γράφουμε πορώθηκα χωρίς να ξεσηκώνονται σαράντα λαθοθήρες (σαν τον υποφαινόμενο) να το διορθώσουν. ;-)
 
Top