Να σας βάλω με το μαλακό στο θέμα:
Ανακεφαλαίωση:
πωρόλιθος ή πουρί = tufa
(ηφαιστειακός) τόφος = tuff
Μπορεί να είναι πορώδη πετρώματα, αλλά *πορόλιθος δεν υπάρχει, μόνο πωρόλιθος. Όπως άλλωστε δεν υπάρχει *πόρωση, μόνο πώρωση (αλλά οστεοπόρωση, από τον πόρο) και πωρωμένα μυαλά.
Το πουρί προέκυψε από τον πώρο όπως το κουδούνι από τον κώδωνα και το πουλάρι από τον πώλο.
Πουρί έχουμε π.χ. και σε εγκαταστάσεις (fur, scaling) ή στα δόντια (tartar).
Μεταφέρω και το λήμμα του LSJ (δείτε πώς το ορθογραφικό πρόβλημα υπήρχε από παλιά):
Πάντως ο εσφαλμένος *πορόλιθος έχει πάρει κόσμο στο λαιμό του. Κάπου 700 «*poros stone», από το οποίο ο Εγγλέζος στην καλύτερη περίπτωση να νομίσει ότι η πέτρα είναι από τον Πόρο!
Encarta:
tufa
spongy-looking rock: a porous rock formed from deposited calcium carbonate and found near mineral springs. Use: as medium on which to grow alpine plants.
[Late 18th century. Via obsolete Italian < late Latin tofus "porous rock"]
tuff
volcanic rock: a rock made up of very small volcanic fragments compacted together
[Mid-16th century. Via French < Latin tofus]
Britannica:
tuff
a relatively soft, porous rock that is usually formed by the compaction and cementation of volcanic ash or dust. (The Italian term tufa is sometimes restricted to the soft, porous, sedimentary rock formed by the chemical deposition of calcite, or calcium carbonate, or silica from water as sinter.)
Wikipedia:
Tufa is a soft, friable and porous calcite rock. It is a calcium carbonate (CaCO3) deposit that forms by chemical/biological precipitation from bodies of water with a high dissolved calcium content. Calcareous tufa is not to be confused with tuff, a hard volcanic rock that is also sometimes called tufa.
Tuff (from the Italian "tufo") is a type of rock consisting of consolidated volcanic ash ejected from vents during a volcanic eruption. Tuff is sometimes called tufa, particularly when used as construction material, although tufa also refers to a quite different rock.
Πάπυρος:
πωρόλιθος ή πώρος ή πουρί (γερμ. Kalktuff [προσθήκη nickel] αγγλ. tufa)· πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, το οποίο αποτελεί συνήθως σχηματισμό γλυκών νερών, πλούσιων σε ανθρακικό ασβέστιο. Πολλές φορές όμως με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζονται ορισμένα ασβεστομαργαϊκά ή ψαμμιτικά πετρώματα θαλάσσιας προέλευσης. […] Στην Ελλάδα εκτεταμένες εμφανίσεις πωρολίθου απαντούν στον Πειραιά, στον Ισθμό της Κορίνθου, στην Αίγινα, την Κίμωλο, τη Σκύρο, τη Ρόδο κ.α.
τόφφος, ηφαιστειακός (αγγλ. tuff)
(Σημ. nickel: τα δύο «φ» από το αγγλικό. Η απλοποίηση και η σχέση με το λατινικό tofus επιβάλλει γραφή με ένα «φ», η οποία υπάρχει στο ΠαπΛεξ)
σχετικά μαλακό, πορώδες πυροκλαστικό πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από τη συσσωμάτωση και τη συγκόλληση της ηφαιστειακής τέφρας ή σποδού.
tufa
spongy-looking rock: a porous rock formed from deposited calcium carbonate and found near mineral springs. Use: as medium on which to grow alpine plants.
[Late 18th century. Via obsolete Italian < late Latin tofus "porous rock"]
tuff
volcanic rock: a rock made up of very small volcanic fragments compacted together
[Mid-16th century. Via French < Latin tofus]
Britannica:
tuff
a relatively soft, porous rock that is usually formed by the compaction and cementation of volcanic ash or dust. (The Italian term tufa is sometimes restricted to the soft, porous, sedimentary rock formed by the chemical deposition of calcite, or calcium carbonate, or silica from water as sinter.)
Wikipedia:
Tufa is a soft, friable and porous calcite rock. It is a calcium carbonate (CaCO3) deposit that forms by chemical/biological precipitation from bodies of water with a high dissolved calcium content. Calcareous tufa is not to be confused with tuff, a hard volcanic rock that is also sometimes called tufa.
Tuff (from the Italian "tufo") is a type of rock consisting of consolidated volcanic ash ejected from vents during a volcanic eruption. Tuff is sometimes called tufa, particularly when used as construction material, although tufa also refers to a quite different rock.
Πάπυρος:
πωρόλιθος ή πώρος ή πουρί (γερμ. Kalktuff [προσθήκη nickel] αγγλ. tufa)· πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, το οποίο αποτελεί συνήθως σχηματισμό γλυκών νερών, πλούσιων σε ανθρακικό ασβέστιο. Πολλές φορές όμως με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζονται ορισμένα ασβεστομαργαϊκά ή ψαμμιτικά πετρώματα θαλάσσιας προέλευσης. […] Στην Ελλάδα εκτεταμένες εμφανίσεις πωρολίθου απαντούν στον Πειραιά, στον Ισθμό της Κορίνθου, στην Αίγινα, την Κίμωλο, τη Σκύρο, τη Ρόδο κ.α.
τόφφος, ηφαιστειακός (αγγλ. tuff)
(Σημ. nickel: τα δύο «φ» από το αγγλικό. Η απλοποίηση και η σχέση με το λατινικό tofus επιβάλλει γραφή με ένα «φ», η οποία υπάρχει στο ΠαπΛεξ)
σχετικά μαλακό, πορώδες πυροκλαστικό πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από τη συσσωμάτωση και τη συγκόλληση της ηφαιστειακής τέφρας ή σποδού.
Ανακεφαλαίωση:
πωρόλιθος ή πουρί = tufa
(ηφαιστειακός) τόφος = tuff
Μπορεί να είναι πορώδη πετρώματα, αλλά *πορόλιθος δεν υπάρχει, μόνο πωρόλιθος. Όπως άλλωστε δεν υπάρχει *πόρωση, μόνο πώρωση (αλλά οστεοπόρωση, από τον πόρο) και πωρωμένα μυαλά.
Το πουρί προέκυψε από τον πώρο όπως το κουδούνι από τον κώδωνα και το πουλάρι από τον πώλο.
Πουρί έχουμε π.χ. και σε εγκαταστάσεις (fur, scaling) ή στα δόντια (tartar).
Μεταφέρω και το λήμμα του LSJ (δείτε πώς το ορθογραφικό πρόβλημα υπήρχε από παλιά):
πῶρος, ὁ, a
stone used in building, described by Thphr.Lap.7 (where πόρος), Plin.HN36.132, as a kind of marble, like the Parian in colour and solidity, but lighter; but ἐπιχώριος π., of the local conglomerate of Olympia, Paus.5.10.2; πώρου cj. for πόρου in Gal. 6.57 (= Orib.5.1.4); cf. πώρινος λίθος: pl., of stone used for substructures, IG7.3073.9, al. (Lebad., ii B.C.); τῶν εἰς τὰν στοιβὰν π. ib.42(1).106i17 (Epid., iv B.C.); τῶν εἰς τὰ ἀντιθέματα π. τομᾶς ib. 71.
stalactite in caverns, Arist.Mete.388b26.
chalkstone, formed in the joints, Id.HA521a21, Dsc.5.93.
stone in the bladder, Hp.Nat.Hom.14, Ruf.Ren.Ves.13.
metaph., πῶροι γῆς τὰ μάρμαρα M.Ant.9.36.
stone used in building, described by Thphr.Lap.7 (where πόρος), Plin.HN36.132, as a kind of marble, like the Parian in colour and solidity, but lighter; but ἐπιχώριος π., of the local conglomerate of Olympia, Paus.5.10.2; πώρου cj. for πόρου in Gal. 6.57 (= Orib.5.1.4); cf. πώρινος λίθος: pl., of stone used for substructures, IG7.3073.9, al. (Lebad., ii B.C.); τῶν εἰς τὰν στοιβὰν π. ib.42(1).106i17 (Epid., iv B.C.); τῶν εἰς τὰ ἀντιθέματα π. τομᾶς ib. 71.
stalactite in caverns, Arist.Mete.388b26.
chalkstone, formed in the joints, Id.HA521a21, Dsc.5.93.
stone in the bladder, Hp.Nat.Hom.14, Ruf.Ren.Ves.13.
metaph., πῶροι γῆς τὰ μάρμαρα M.Ant.9.36.
Πάντως ο εσφαλμένος *πορόλιθος έχει πάρει κόσμο στο λαιμό του. Κάπου 700 «*poros stone», από το οποίο ο Εγγλέζος στην καλύτερη περίπτωση να νομίσει ότι η πέτρα είναι από τον Πόρο!