πούσι = fog, mist | (layer of) dry pine needles

nickel

Administrator
Staff member
Πούσι δεν είναι μόνο η ομίχλη. Πούσι είναι και το στρώμα που δημιουργούν οι ξερές πευκοβελόνες που πέφτουν κάτω από τα δέντρα, συνήθως στον πληθυντικό, πούσια.

Υπάρχει (η δεύτερη σημασία) στο Wiktionary:
πούσι ουδέτερο
1 αχλή, καταχνιά, ομίχλη
2 οι ξερές πευκοβελόνες


Υπάρχει επίσης στο ΠαπΛεξ, το ΝΕΛ και το Μείζον. Λείπει από ΛΝΕΓ και ΛΚΝ.
 
Εξ ου και η γνωστή παραλία Βρωμοπούσι -αλλιώς dirty pussy- στην νοτιοανατολική Αττική.
 
Top