At P. Bien's translation, I see that verb as "stifle and suffocate", but in many greek and / or greek - englih, turkish dictionaries I don't find similar meanings.
I need your opinions.
The form πλαντούσα comes from the verb πλαντάζω, not πλανώ. Πλαντάζω means feeling very badly because of, for example, anger or feeling unable to do something. Πλάνταξε στα κλάματα (he/she cried to exhaustion, she burst into tears) is a very common phrase.
...
The form πλαντούσα comes from the verb πλαντάζω, not πλανώ. Πλαντάζω means feeling very badly because of anger etc. Πλάνταξε στα κλάματα (he/she cried to exhaustion, she burst into tears) is a very common phrase.
In Crete, the verb is πλαντώand πλαντάσσω, and it's used both literally for choking, suffocating, and figuratively for stifling as in this case.
Δηλαδή κάτι μου στέκεται στο λαιμό, κυριολεκτικά, ή έχω έναν κόμπο στο λαιμό, μεταφορικά.
Και πλαντάζω στο κλάμα σημαίνει πνίγομαι απ' το κλάμα, μου κόβεται η ανάσα απ' το πολύ κλάμα.
«Όταν με τη θεία και κωμική έπαρση της νιότης γυρίζαμε ως τα ξημερώματα τους δρόμους του Μεγάλου Κάστρου, με τι πεποίθηση κι ορμή γκρεμίζαμε και ξαναχτίζαμε τον κόσμο. Δε μας χωρούσαν τα τείχη της μικρής μας πολιτείας, μήτε οι ιδέες που μας είχαν μάθει οι δασκάλοι, μήτε μπορούσαμε να βολευτούμε μέσα στις συνηθισμένες χαρές και φιλοδοξίες των ανθρώπων∙ όλο και λέγαμε: «Να σπάσουμε τα σύνορα». Ποια σύνορα; Δεν ξέραμε· ανοίγαμε μονάχα τα μπράτσα μας, σαν να πλαντούσαμε».
«Το γύριζα, το ξαναγύριζα στο νου μου· όχι, δεν μπορώ ακόμα, πλαντώ, να κλειστώ σε γραφείο· θα μπω στην πρακτική ζωή από άλλο δρόμο. Ποιον; δεν κάτεχα.»
«Ο δημιουργός παλεύει με ουσία σκληρή, αόρατη, ανώτερη του, κι ο πιο μεγάλος νικητής βγαίνει νικημένος. Για πάντα το πιο βαθύ μας μυστικό, το μόνο που άξιζε να ειπωθεί, μένει ανείπωτο. Δεν υποτάσσεται ποτέ αυτό στο υλικό περίγραμμα της τέχνης. Πλαντούμε στην κάθε λέξη, βλέπουμε ένα δέντρο ανθισμένο, έναν ήρωα, μια γυναίκα, το άστρο της αυγής και φωνάζουμε: Αχ! και τίποτ’ άλλο δεν μπορεί να χωρέσει τη χαρά μας.» http://www.politeianet.gr/books/kazantzakis-nikos-kazantzaki-taxideuontas-185281
«Τούτο το θλιβερό προνόμιο, να κάνεις τέχνη τη ζωή, καταντάει σε πολλές σαρκοβόρες ψυχές ολέθριο. Γιατί έτσι, βρίσκοντας διέξοδο το σφοδρό πάθος, φεύγει απ' το στήθος κι αλαφρώνει η ψυχή, δεν πλαντάει πια, δε νιώθει την ανάγκη κορμί με κορμί να παλέψει, επεμβαίνοντας άμεσα στη ζωή και στην πράξη —μα χαίρεται καμαρώνοντας το σφοδρό της το πάθος να δαχτυλιδώνεται στον αγέρα και να σβήνει.»
«Εγώ σπάνια μιλούσα· τι να πει ένας «διανοούμενος» σ' ένα Δράκο; Τον άκουγα να μου μιλάει για το χωριό του στον Όλυμπο, για τα χιόνια, τους λύκους, τους κομιτατζήδες, την Aγια-Σοφιά, το λιγνίτη, τις γυναίκες, το Θεό, την πατρίδα και το θάνατο — και ξάφνου, όταν πλαντούσε και πια δεν τον χωρούσαν τα λόγια, τινάζουνταν απάνω στα χοντρά χαλίκια του γιαλού κι άρχιζε να χορεύει. Γερός, ορθόκορμος, κοκαλιάρης, με αναγερτό το κεφάλι, με καταστρόγγυλα μικρά μάτια σαν πουλιού, χόρευε και σκλήριζε και χτυπούσε τις αδρές πατούσες στο γιαλό και πιτσίλιζε με θάλασσα το πρόσωπό μου.»