...
It's from μαστούρα = to get high, being drugged (the condition, but I'm quoting the personal noun since that one has the origin):
μαστούρης ο [mastúris] Ο11 & μαστούρα η [mastúra] : (λαϊκ.) 1. ο ναρκομανής: Aυτός είναι μεγάλος ~ / μεγάλη μαστούρα. 2. ο μαστουρωμένος. [τουρκ. mastur -ης· μαστούρ(ης) -α]
appropriately enhanced by the suffix -λούκι, also of Turkish origin:
...
Πολύ σπανιότερο από το -λίκι είναι το -λούκι, που το αντίστοιχό του υπάρχει στις τούρκικες λέξεις εκεί που το επιβάλλει η φωνηεντική αρμονία. Μόνο το μαστουρλούκι μου έρχεται πρόχειρα στο νου.