simeonidis
Member
ψάχνω για την ετυμολογία του και βρίσκω!
1. από το λεξικό της κοινής νεοελληνικής (http://www.greek-language.gr/greekLang/ ... index.html) ο Πετρούνιας δίνει: [ελνστ. γλυκάνισον < αρχ. γλυκ(ύς) + ἄνισον < αραβ. yansum].
2. από το μπαμπινιώτης: < μτγν. γλυκάνισον < γλυκύς + ανισον Ο τ. ἄνισον προέρχεται (πιθ. με ιωτακισμό) από την αρχ λ ἄν(ν)ηθον / ἄνησον (βλ. κ. άνηθο) Πρόκεται πιθανώς για δάνειο. Και άνηθος <αρχ. ἄνηθον, αγν. ετύμου, πιθ. δάνειο ασιατικής προέλ
3. σε ονλάιν αγγλικό λεξικό (http://www.etymonline.com/index.php?sea ... hmode=none) βρήκα το παρακάτω:
anise
Levantine plant cultivated for its seeds, which were important sources of chemical oils and flavoring, c.1300, from O.Fr. anis, from L. anisum, from Gk. anison. By the Ancients, somewhat confused with dill. Aniseed (late 14c.) is a contraction of anise seed.
Καμιά άλλη εκδοχή;
υγ. όλα ξεκίνησαν από το τσίπουρο με γλυκάνισο:)
1. από το λεξικό της κοινής νεοελληνικής (http://www.greek-language.gr/greekLang/ ... index.html) ο Πετρούνιας δίνει: [ελνστ. γλυκάνισον < αρχ. γλυκ(ύς) + ἄνισον < αραβ. yansum].
2. από το μπαμπινιώτης: < μτγν. γλυκάνισον < γλυκύς + ανισον Ο τ. ἄνισον προέρχεται (πιθ. με ιωτακισμό) από την αρχ λ ἄν(ν)ηθον / ἄνησον (βλ. κ. άνηθο) Πρόκεται πιθανώς για δάνειο. Και άνηθος <αρχ. ἄνηθον, αγν. ετύμου, πιθ. δάνειο ασιατικής προέλ
3. σε ονλάιν αγγλικό λεξικό (http://www.etymonline.com/index.php?sea ... hmode=none) βρήκα το παρακάτω:
anise
Levantine plant cultivated for its seeds, which were important sources of chemical oils and flavoring, c.1300, from O.Fr. anis, from L. anisum, from Gk. anison. By the Ancients, somewhat confused with dill. Aniseed (late 14c.) is a contraction of anise seed.
Καμιά άλλη εκδοχή;
υγ. όλα ξεκίνησαν από το τσίπουρο με γλυκάνισο:)