Μια και εντόπισε η Palavra ότι η λέξη λείπει από τα λεξικά (μονόγλωσσα, δίγλωσσα, με εξαίρεση τον Πάπυρο). Ο χώρος όπου γίνεται η απόσταξη αλκοολούχων ποτών.
αποστακτήριο = distillery
αποστακτήρας (κν. λαμπίκος) = still
αποστακτήριο = distillery
αποστακτήρας (κν. λαμπίκος) = still