απολυτός

nickel

Administrator
Staff member
Στο ΛΝΕΓ, μόνο με τη σημασία του λυτού, του αμολημένου:

απολυτός, -ή, -ό [μεσν.] αυτός που αφέθηκε ελεύθερος, που δεν είναι υπό επίβλεψη: είχε τον σκύλο απολυτό. — απόλυτα επίρρ.

Μια και πιάσαμε ωστόσο την εκκλησιαστική σημασία (της περιόδου που λύνεται η νηστεία), αξίζει να βάλουμε εδώ το πλούσιο λήμμα από το λεξικό του Γεωργακά:

απολυτός, -ή, -ό [apolitós]

not tied or bound, free (syn αμολητός 1, ant δεμένος):
απολυτά ζώα | folkt άμα θα πάει να ζέψει, εγώ που θα είμαι ~, θα πάω να το φάω (Loukatos) | poem σούρνει τους άρχοντους απολυτούς και τους φτωχούς δεμένους (Kazantz Od 10.268)

loose, spread (syn αμολητός 1b, απλωτός 1, λυτός):
έλαμψαν τα γένια του και τ' απολυτά μαλλιά του στις πλάτες (Kazantz) | poem (με) το ζωνάρι απολυτό | ξεμολοημένος περβατώ (Malakasis) | ένας άγγελος, ασάλευτος |..| με απολυτές τις μεγάλες | άσπρες φτερούγες (Myriv)

③ Christ rel απολυτή εβδομάδα week during which no fast is kept on Wednesday or Friday

[fr postmed (17th c.) απολυτός ← MG, PatrG, der of ἀπολύω]
 
Top