Χημεία ή χυμεία;

Zazula

Administrator
Staff member
Την πρόταση για ορθογράφηση χυμεία της γνωστής επιστήμης επαναφέρει (περί αυτού βλ. σχετ. πλαίσιο στο ΛΝΕΓ-2012, λήμμα χημεία) ο Ευάγγελος Σπανδάγος στο πρόσφατο βιβλίο του Η χυμεία στην αρχαία Ελλάδα. Σχετική παρουσίαση υπάρχει στο περιοδικό Χημικά Χρονικά (τ. 05/2012, σελ. 8-9) της Ένωσης Ελλήνων Χημικών, την οποία και επισυνάπτω.
 

Attachments

  • eex4-77.pdf
    226.9 KB · Views: 285

pidyo

New member
To λήμμα του LSJ είναι πολύ κατατοπιστικό για όσους πιστεύουν πως η ορθή και αρχαία γραφή ήταν χυμεία. Η λέξη χυμεία ήταν τρέχα γύρευε ορθογραφικά (χημεία τα περισσότερα χειρόγραφα, χειμία ορισμένα, χυμεία ελάχιστοι συγγραφείς), άρα το ύψιλον και η συσχέτιση με το χύμα ήταν αρχαία παρετυμολογία.
 

Zazula

Administrator
Staff member
E, ας βάλουμε τότε και τον Beekes: :)

χυμεία [f.] 'the art of alloying metals, alchemy' (Zos. Alch., Olymp. Alch.) <?>

  • VAR Also χημεία
  • DER Besides χύμευσις (χήμ-) [f.] 'id.' (EM, Eust., Tz.), -ευτικός 'concerning χ.' (Zos., Olymp.).
  • ETYM As DELG remarks, the late attestations do not allow to draw a conclusion regarding whether υ or η is original.
​The old etymology by Pott, deriving the word from the indigenous name of Egypt Χημία (Plu.), copt. Κημε, Χημι, which originally means 'Black-land' (Plu.), remains a possibility. Χυμεία [ΣτΖ: sic] would derive either from a verb *χημεύω 'to work in an Egyptian way' or, with -εία after μαγεία, it would mean "the Egyptian art". The notation χυμ- would then be popular after χυμός.
According to Diels, however, it is a Greek word deriving from χύμα (see χέω) in the sense 'casting, alloying', whence *χυμεύω and then χυμεία = 'the art of alloying metal'. It is beyond our reach to make a decision between these alternatives. Older proposals, which are obviously dated, are given by Frisk.
 
Χμμ...εμείς πάντως χυμεία και χυμείο λέγαμε για να χαρακτηρίσουμε καταστάσεις και μέρη, ή ακόμα και πρόσωπα που ήταν χύμα, ό,τι να'ναι. Πχ. καλά, η τάξη του τάδε είναι πολύ χυμείο!
Αντίθετα, χημείες και χημεία χαρακτηρίζονται όλα τα μη φυσικά/φυτικά ναρκωτικά. Έχει κάψει κύτταρα με τις χημείες ο τζάνκουλας. Τέλος αποδόμησης και όβερ! :p
 

Zazula

Administrator
Staff member
Κι επειδή προανέφερα το πλαίσιο από το ΛΝΕΓ (2012), ιδού:
χημεία [ΕΤΥΜ. < μτγν. χημ(ε)ία / χυμεία, αβέβ. ετύμου, όπως φαίνεται και από τη διττή ορθογραφία του όρου. Κατά μία απόψη η λ. προέρχεται από το τοπων. Χημία, που χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι για τη χώρα τους, και ανάγεται σε αιγυπτ. Kmt (<kmm «μαύρος») με αναφορά στη γονιμότητα του εδάφους της. Παρ' όλα αυτά, δεν είναι απολύτως εξακριβωμένο ότι η εν λόγω επιστήμη αποτελούσε αιγυπτιακή τεχνική και, επιπλέον, η αναγωγή στο ρ. χέω με σημ. «χύσιμο και τήξη (μετάλλων)» (οπότε χυμεία) δεν εξηγεί την πολύ ευρύτερη χρήση της λέξης. Πιθανότερη φαίνεται η περίπτωση του συμφυρμού των λ. χυμός και Χημία (που διευκολύνθηκε από τον ιωτακισμό). Στην Ελληνική έχουν την αρχή τους τόσο ο τ. αλχημεία (βλ.λ.) όσο και οι ξέν. όρ., πβ. γαλλ. chimie, αγγλ. chemistry κ.ά.]
χημεία — χυμεία — αλχημεία
Μπορεί η χημεία ως επιστήμη να ανάγεται ήδη στον 17ο αι, αλλά η αλχημεία, η ανάμειξη στοιχείων για τη μετατροπή των κοινών μετάλλων σε πολύτιμα, είναι πολύ παλαιότερη (φθάνει στον 9ο αι. μ.Χ.), και ως χυμεία την πρωτοβρίσκουμε στους πρώτους μεταχριστιανικούς (πρώιμους βυζαντινούς) αιώνες. Η τήξη (το χύσιμο) των μετάλλων, προκειμένου να αναμιχθούν και να μετατραπούν δήθεν σε ευγενή μέταλλα (χρυσάφι), και αργότερα (στο Βυζάντιο) η ανάμειξη διαφόρων χυμών από φυτά για την παρασκευή χρωμάτων (που χρησιμοποιούνταν για τις μικρογραφίες και, γενικότερα, για τις «χυμευτές εικόνες», όπως λέγονταν) συνδέει, πράγματι, ετυμολογικά τη λ. χυμεία με τα χύμα και χυμός, παράγωγα του χέω. Μια τέτοια σύνδεση θα δικαιολογούσε τη γραφή χυμεία, που παραδίδεται σε κείμενα πρώιμων αλχημιστών (των πρώτων βυζαντινών χρόνων). Ωστόσο, η όλη δραστηριότητα των αλχημιστών φαίνεται ότι συνδέθηκε πολύ νωρίς με τη Χημία, την ονομασία της χώρας της Αιγύπτου: Χημία < αιγυπτ. kmt «μαύρος» — «εύφορος» (πβ. Πλούταρχος: ώσπερ το μέλαν του οφθαλμού). Με τον ιωτακισμό, που ολοκληρώνεται στο Βυζάντιο μετά τον 10ο αι. (τότε «ιωτακίζονται» τα υ και οι, συμπίπτουν δηλ. με το ι, ενώ μέχρι τότε προφέρονταν και τα δύο ως /ü/, περίπου σαν το γαλλ. une), τα χυμεία και χημεία (υ και η) συμπίπτουν πλήρως και επικρατεί το χημεία (με -η-). [...] Συμπέρασμα: παρά το ότι η σύνδεση με τα χύμα / χυμός θα οδηγούσε περισσότερο στη χυμεία, η χρήση επέβαλε το χημεία από επίδραση των χημία και αλχημεία και από την εναλλαγή των δύο φωνηέντων που επέτρεψε ο ιωτακισμός. Η γραφή με -ει- προήλθε πιθ. από τ. *χυμεύω (μαγεύω μαγεία κ.λπ.), όπως μαρτυρούν τα μτγν. χύμευσις, χυμευτικός.
.
Και στο ΛΚΝ:
χημεία η [ximía] Ο25 [...] [λόγ. αντδ. < γαλλ. chimie < alchimie `αλχημεία΄ < αραβ. al-kīmiyā (al: άρθρο) < συμφυρ. των ελνστ. χυμεία `επεξεργασία υγρών΄ (< αρχ. χῦμα `υγρό΄) + ελνστ. Χημία `Aίγυπτος΄ < αιγυπτ. kêm `μαύρη΄ (δηλ. εύφορη γη)]
 

pidyo

New member
Στο δικό μου μυαλό, όταν μια λέξη έχει δυο πιθανές ορθογραφήσεις, από τις οποίες η μία μοιάζει πιο εύλογη γλωσσικά (επειδή ερμηνεύεται με εσωτερική ετυμολόγηση), αλλά η άλλη εμφανίζεται επικρατέστερη ποσοτικά, επιλέγουμε τη δεύτερη ως lectio difficilior.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Εγώ πάντως παρέθεσα γνώμες ετυμολόγων. Και, φυσικά, το ποσοτικό κριτήριο δεν μπορεί να μην παρουσιάζεται πάνω στον χρονικό άξονα: λίγες αλλά παλαιότερες εμφανίσεις του τύπου Α είναι πολύ σημαντικότερες από ετυμολογική άποψη σε σχέση με πλήθος νεότερες εμφανίσεις του τύπου Β. Τέλος, ακόμη και το ποσοτικό κριτήριο, δεν μπορεί να είναι εντελώς ασυσχέτιστο με το ποιοτικό: πού εμφανίζεται καθένας τύπος, και πόσο σχετικός με το αντικείμενο είναι ο εκάστοτε συγγραφέας.
 

nickel

Administrator
Staff member
Κάτι ξέρανε Γάλλοι, Ιταλοί, Σπανιόλοι, που γράψανε τη λέξη τους με -i-.

Αντιγράφω κι εγώ τα ενδιαφέροντα που γράφει το OED στο λήμμα alchemy:

[a. OFr. alquimie, -emie, -kemie, -camie (also ar-), ad. med.L. alchimia (Pr. alkimia, Sp. alquimia, It. alchimia), a. Arab. al-kīmīā, i.e. al the + kīmīā, apparently a. Gr. χηµία, χηµεία, found (c. 300) in the Decree of Diocletian against ‘the old writings of the Egyptians, which treat of the χηµία (transmutation) of gold and silver’; hence the word is explained by most as ‘Egyptian art,’ and identified with χηµία, Gr. form (in Plutarch) of the native name of Egypt (land of Khem or Khamè, hieroglyphic Khmi, ‘black earth,’ in contrast to the desert sand). If so, it was afterwards etymologically confused with the like-sounding Gr. χῡµεία, pouring, infusion, f. χυ- pf. stem of χέ-ειν to pour, cf. χῡµός juice, sap, which seemed to explain its meaning; hence the Renascence spelling alchymia and chymistry. Mahn (Etym. Unt. 69) however concludes, after an elaborate investigation, that Gr. χῡµεία was probably the original, being first applied to pharmaceutical chemistry, which was chiefly concerned with juices or infusions of plants; that the pursuits of the Alexandrian alchemists were a subsequent development of chemical study, and that the notoriety of these may have caused the name of the art to be popularly associated with the ancient name of Egypt, and spelt χηµεία, χηµία, as in Diocletian's decree. From the Alexandrians the art and name were adopted by the Arabs, whence they returned to Europe by way of Spain. Of the 14–15th c. forms, Alconomy was evidently assimilated to Astronomy, the two sciences going together.]
 

Zazula

Administrator
Staff member
To λήμμα του LSJ είναι πολύ κατατοπιστικό για όσους πιστεύουν πως η ορθή και αρχαία γραφή ήταν χυμεία. Η λέξη χυμεία ήταν τρέχα γύρευε ορθογραφικά (χημεία τα περισσότερα χειρόγραφα, χειμία ορισμένα, χυμεία ελάχιστοι συγγραφείς), άρα το ύψιλον και η συσχέτιση με το χύμα ήταν αρχαία παρετυμολογία.
Με την ευκαιρία: Υπάρχει τελικά λήμμα χημεία στο LSJ; Διότι εγώ βρίσκω (όπως και στον Beekes) μόνον χυμεία (http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.04.0057:entry=xumei/a).
 

Zazula

Administrator
Staff member
 
Top