βερεσέ [veresé] επίρρ. τροπ. : (για αγοραπωλησίες) με πίστωση: Στα σουπερμάρκετ δεν μπορείς να ψωνίσεις ~. ΦP (αυτά) τ΄ ακούω ~, χωρίς να τα παίρνω υπόψη, χωρίς να δίνω σημασία. τζάμπα και ~, μάταια, άδικα. || (ως ουσ.) το βερεσέ*. [τουρκ. veresiye] (ΛΚΝ)
τα παραμύθια σου τ' ανθίστηκα πια τώρα...
Ιμάμ Μπαϊλντί & Ιωάννα Γεωργακοπούλου
Αυτά που λες εγώ τ' ακούω βερεσέ,τα παραμύθια σου τ' ανθίστηκα πια τώρα...